Αν για κάποιο λόγο οραματιζόμαστε την αναρχική κοινωνία, είναι γιατί επιδιώκουμε την ειρηνική κοινωνία. Και δεν υπάρχει ειρηνική κοινωνία αν δεν υπάρξει συνθήκη γενικευμένης ισότητας κι ελευθερίας μεταξύ των ανθρώπων. Ισότητα στη δυνατότητα πρόσβασης στα αγαθά και τις υπηρεσίες κι ελευθερία στην συναπόφαση για τα ανθρώπινα ζητήματα. Σε κάθε περίπτωση οραματιζόμαστε εκείνη την κοινωνία όπου οι άνθρωποι θα επιλύουν τις όποιες διαφορές τους μόνοι τους μέσα από την κατανόηση του ενός για τον άλλον και την αμοιβαία συμφωνία με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Μια τέτοια κοινωνία, δεν μπορεί να έχει όπλα, ούτε στρατούς. Μια τέτοια κοινωνία, ολοκληρωτικά ειρηνική επιδιώκουμε.
Συνεπώς η αναρχία είναι το πολιτικό σύστημα της ολοκληρωτικής εθελούσιας, και όχι εκ της εξουσίας εκπορευόμενης ειρήνης. Η απουσία πολέμων ή μαχών και μόνο, δεν τεκμηριώνει ειρήνη. Τεκμηριώνει ειρήνευση. Μια κατάσταση δηλαδή παγίωσης μιας επιβολής χωρίς αντίδραση. Η ταξική συγκρότηση της κοινωνίας, οι σχέσεις εκμετάλλευσης, η ιδιοκτησία, το κληρονομικό δίκαιο είναι σημεία πάνω στα οποία βασίζεται η κατασταλτική νομιμότητα του κράτους, παγιώνοντας με ειρήνευση την επιβολή των προνομιούχων επάνω στους καταπιεζόμενους κι εκμεταλλευόμενους. Αυτό δεν αποτελεί ειρήνη, αφού η πραγματική ειρήνη επιτυγχάνεται όταν δεν υπάρχουν ειρηνεύσεις. Όταν δηλαδή αίρονται οι παράγοντες που προκαλούν την επιβολή: η εξουσία, η ανισότητα, η χειραγώγηση, η εκμετάλλευση, η καταπίεση, ο φόβος και η συναίνεση σε ένα καθεστώς ταξικής συγκρότησης, ιδιοκτησίας και εργασιακής εκμετάλλευσης. Η ειρήνη είναι αναρχική πολιτική συνθήκη, και η αναρχία είναι η απόλυτη ειρηνική συνθήκη.
Καλώς ή κακώς βρισκόμαστε σε εκείνο το ιστορικό στάδιο όπου η ανθρωπότητα τελεί υπό την ένοπλη κατοχή της κυριαρχίας του κράτους και του κεφάλαιου ως σύστημα, πάνω στην κοινωνία. Η «νομιμοποιημένη» βία του κράτους είναι η προϋπόθεση της επιβολής της άρχουσας τάξης ως εξουσιαστική κυριαρχία. Εκείνη αποφασίζει για τη νομιμότητα, εκείνη την επιβάλει, εκείνη διαπαιδαγωγεί στην νομιμοφροσύνη, εκείνη ελέγχει τον βαθμό της συναίνεσης των υπηκόων, εκείνη μέσα από όλα αυτά γαλουχεί και αναπαράγει υπάκουες γενιές μέσω των ταξικών κι εξουσιαστικών σχέσεων. Ελέγχει κι επικαθορίζει έτσι τα πάντα με έναν σχεδόν ολοκληρωτικό τρόπο. Πρόκειται για κατοχή της κοινωνίας από το κράτος με βίαια αλλά και ειρηνικά μέσα, σε μια συνθήκη συναίνεσης, η μύχια καταγωγή της οποίας βρίσκεται στη βία και στον φόβο που αυτή σπέρνει.
Η αναρχία ως ειρήνη, δεν είναι απλά μια ιδεολογία. Η αναρχία είναι κομμάτι της φυσικής ανθρώπινης υπόστασης. Υπάρχει μέσα στους αιώνες, συντροφεύει ερχόμενη από το παρελθόν, και συμβαδίζει στα βήματα του μέλλοντός της. Η συνεργασία και η αλληλεγγύη είναι το μυστικό της διαιώνισης του ανθρώπινου είδους, Είναι τα συστατικά της κοινωνικής φύσης του ανθρώπου, και η ειρήνη είναι η παγιωμένη βάση της προόδου του. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν την αναρχοσύνη της ανθρώπινης φύσης, και είναι πρωτογενή και πρωταρχικά.
Αντίθετα η ανθρώπινη βία πηγάζει μέσα από διαμορφώσιμες συνθήκες, είναι προϊόν ματαιώσεων και συμπλεγμάτων, μέρη κι αυτά της ανθρώπινης κοινωνίας. Η ουσιώδης διαφορά έχει να κάνει με την παρεμβατική ουσία της βίας. Είναι μια ενέργεια εναντίον άλλων, μια ενέργεια καταστροφής. Αν λοιπόν η κοινωνία διαμορφώθηκε ακριβώς επειδή προέκυψε η ανάγκη της συνεργασίας του ανθρώπινου είδους, η βία ως παράγωγο έρχεται να λειτουργήσει καταστροφικά απέναντι σε αυτήν την συνεργατική αρχική κοινωνική φύση.
Συνεπώς η συνεργασία, η αλληλεγγύη, η ειρήνη, η αναρχία, είναι η πρωταρχική φυσική υπόστασή μας. Η βία είναι παράγωγη. Έρχεται από τον τρόπο της συνύπαρξης του ανθρώπου με τη φύση και με την ερωτική ορμή. Οι ματαιώσεις της ορμής και οι αγωνίες της επιβίωσης παράγουν βία, τα σύνδρομα της οποίας διαφεντεύουν την κοινωνία, ως δυνάμεις. Κι αυτό γιατί επενεργούν ως επιθετικές δυνάμεις στο πρωταρχικό ειρηνικό μα απροετοίμαστο κοινωνικό ατελές*. *[ατελές επειδή η κοινωνία συνεργάζεται με ατελείς όρους, δηλαδή με όρους ιδιοτέλειας και ισχύος, και όχι και με όρους συλλογικής κοινωνικής συνείδησης].
Αναπτύγματα της παραγόμενης βίας είναι ο καπιταλισμός αλλά και ο γεωπολιτικός επεκτατισμός των υπερδυνάμεων και των κρατών. Ο καπιταλιστικός επεκτατισμός είτε με ειρηνικά μέσα, όπως η επίθεση των αγορών στα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, καθώς και στη φύση, είτε με πολεμικά μέσα , δηλαδή επεκτατικούς πολέμους, είναι εκδηλώσεις επιθετικότητας, ως παράγωγη βία δηλαδή που γεννήθηκε σε συγκεκριμένες συνθήκες και αναπαράγεται ως κουλτούρα και συνείδηση ισχύος.
Η επίθεση των αποίκων στους ιθαγενείς της Αμερικής είναι ένα ιστορικό «σχήμα» που «απεικονίζει» χονδρικά και συμβολικά την εκδήλωση της βίας ως δευτερογενές σύμπτωμα. Το σύγχρονο κράτος και οι πολεμικές μηχανές του, είναι η σύγχρονη εκδοχή έκφρασης αυτής της δευτερογενούς φύσης της βίας.
Συνεπώς η όποια βία έρχεται να δράσει πάνω στην πρωταρχική ειρηνική κοινωνική συνθήκη, ως παρέμβαση και όχι το αντίστροφο. Οι όποιες φιλοσοφικές αιτιάσεις για την «βίαιη φύση του ανθρώπου» δεν ευσταθούν. Η βία είναι μέσο και όχι σκοπός όπως οι υπερασπιστές του «φυσικού δικαίου της βίας» θέλουν να μας πείσουν. Άλλωστε, στο βαθμό που ο άνθρωπος υφίσταται και αναπτύσσεται πληθυσμιακά στο φλοιό της γης και δεν έχει ακόμα εξαφανιστεί με τον αλληλοσπαραγμό που θα συντελούνταν νομοτελειακά στη περίπτωση που «η βίαιη φύση του ανθρώπου», υπερίσχυε έναντι της συνεργατικής.
H αγριότητα και η καλλιέργειά της
Όχι πως ο άνθρωπος δεν έχει μέσα του την φυσική αγριότητα, όπως όλα τα ζώα. Αυτή η αγριότητα είναι κομμάτι του, κι εκδηλώνεται στο μέτρο του «φυσικού εγωισμού», και μάλιστα σε συλλογική διάσταση συνήθως. Δεν αποτελεί σύστημα. Είναι η αποκρυστάλλωση μιας πρωτογενούς κυνηγετικής ορμής που συσσωρεύτηκε μέσα από τη φυσική εμπειρία, παραμένει στην κυτταρική μνήμη, και αλλοτριώνεται μέσα στο πέρασμα του χρόνου με την αστική διαβίωση. Το χάσιμο της επαφής με την φύση και της εμπειρίας της αγριότητάς της μέσα στα ασφαλή αστικά μας καταφύγια, παρέλυσε κάθε δυνατότητα για επίλυση των ανθρώπινων διαφορών -όπου η αγριότητα παίζει έναν ρυθμιστικό ρόλο απομακρύνοντας τον άνθρωπο από την αυτόνομη επίλυση των διαφορών του, παραχωρώντας στο κράτος και στην αστική διαβίωση την ασφάλεια της ύπαρξής του, -αυτό που αποκαλούμε ετερονομία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι αναπολούμε έναν βίαιο πρωτογονισμό, ούτε ότι η αξία του δικαίου είναι μικρή. Αντίθετα η σημασία του δικαίου είναι μεγάλη στο βαθμό που προκρίνει την ειρηνική επίλυση των διαφορών έναντι της βίας. Ειδικά για τους σωματικά πιο αδύναμους είναι εξαιρετικά σημαντική στο βαθμό που η ασφάλειά τους ανατέθηκε σε φύλακες, και μάλιστα του “άστεως”, με νόμους του “άστεως”. Δεν παύει όμως το δίκαιο να είναι το βασικό εργαλείο κυριαρχίας της τάξης που άρχει, και μάλιστα και ιδεολογικό, αφού η ειρηνική επίλυση των διαφορών εντός «της τάξης της κυριαρχίας» είναι επιδίωξη της τελευταίας. Αφομοιώνει έτσι την επιθυμία των ανθρώπων για ειρήνη, ζωή, δημιουργία, αναπαραγωγή, μέσα από την ιδεολογία της ετερονομίας και της “ειρήνευσης”, όπως την ορίσαμε πιο πάνω. Είναι προϋπόθεση της συνθήκης επικυριαρχίας έναντι των υπηκόων, ακρωτηριάζοντας μέσω του “δικαίου ειρήνευσης” την φυσική αγριότητα του ανθρώπου μετασχηματίζοντάς τη σε νευρωτική επιθετικότητα αν όχι σε τρυφηλή παθητικότητα -υποτακτικότητα.
Όμως, το θέμα δεν είναι ο άνθρωπος να ακρωτηριάσει τις φυσικές ιδιότητές του υπαγόμενος σε ένα καθεστώς γενικευμένου φόβου της τιμωρίας, αλλά να έχει τη δυνατότητα να βρει τρόπους ειρηνικής συνδιαλλαγής διεκδικώντας, εξαντλώντας και σεβόμενος την διαλλακτική διάθεση, με βαθειά την επίγνωση όμως της βίαιης συνθήκης. Έτσι μόνο θα έχει την ευκαιρία να καλλιεργήσει το μέτρο εκείνο στο οποίο η συμπεριφορά του θα εναρμονισθεί με το περιβάλλον του με όρους ισότητας. Προϋπόθεση γι αυτή την συνθήκη είναι πρώτιστα η καλλιέργεια της αξίας της ζωής και της αξιοπρέπειας, καθώς και η καλλιέργεια της μάχης. Και σε ένα ετερόνομο καθεστώς τίποτα από τα δύο δεν συμβαίνει.
Η φυσική αγριότητα είναι αμυντική από τη φύση της. Είναι η άμυνα απέναντι στον αιφνιδιασμό του φυσικού απρόβλεπτου αλλά και ως μέσο επιβίωσης, άμυνα απέναντι στο θάνατο. Το ίδιο το κυνήγι είναι προϋπόθεση βιωσιμότητας. Μοιάζει επιθετικό, αλλά στην πράξη ακριβώς επειδή είναι όρος ύπαρξης, είναι άμυνα. Ως άμυνα της ύπαρξης ουσιαστικά η επιθετική βία, δεν είναι τέτοια. Είναι αγριότητα, αλλά όχι επιθετική βία. Η επιθετικότητα νοείται ως εκείνο που ξεπερνάει το όριο του αναγκαίου χαρακτήρα της βιωσιμότητας και συνήθως στρέφεται κατά ανθρώπων, σε αντίθεση με την αγριότητα, η επιθετικότητα της οποίας στρέφεται κατά άλλων οργανισμών ή και φαινομένων.
Υπάρχει εκεί ώστε να εκδηλώνεται σε περίπτωση κινδύνου κατά της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής. Είναι το έρμα εκείνο της βίας που συνιστά τη φυσική ασπίδα, που περιφρουρεί την ύπαρξή μας. Ενίοτε περιφρουρεί και την αξιοπρέπειά μας. Είναι ο τρόπος προάσπισης της ζωής και της ομάδας. Και αυτό γιατί είναι κομμάτι της φύσης μας και διακατέχεται από τις ισορροπίες εκείνες όπου το φυσικό εκτονώνεται προς την όποια κατεύθυνση με σεβασμό απέναντι στο συλλογικό. Η ζωή είναι σεβαστή γιατί είμαστε κοινωνικά όντα. Παύει να είμαστε σεβαστικοί απέναντι στη ζωή επειδή με την αστική ετερόνομη διαβίωση, γινόμαστε νευρωτικά όντα. Και η νεύρωση είναι η μήτρα της επιθετικότητας.
Άλλο λοιπόν, η φυσική αγριότητα κι άλλο η επιθετικότητα. Η επιθετικότητα σημαίνει συμπεριφορά εκτόνωσης συσσωρευμένων φορτίων από ματαιώσεις και απωθημένα. Η αστική διαβίωση και η ελλιπής εκτόνωση της ενέργειας, η σεξουαλική καταπίεση -προτυποποίηση και τα σχετικά απωθημένα, αλλά και κυρίως, οι δύσκολες βιοτικές συνθήκες που προκύπτουν στις περιοχές διαβίωσης, είναι αιτίες παραγωγής της επιθετικότητας, τις περισσότερες φορές, ως εκδήλωση διάχυσης μιας συσσωρευμένης ορμής. Όπως και να έχει η διάχυση της επιθετικότητας από την ατομικότητα στην κοινότητα, με την επίφαση ενός αξιώματος, είναι δευτερογενής κοινωνική συνθήκη και όχι πρωτογενής.
Η κατασταλτική φύση του κράτους και ο ακρωτηριασμός της αγριότητας από τον νομικό «πολιτισμό».
Η αγριότητα είναι μια φυσική πραγματικότητα. Πραγματικότητα, ως σκέψη, ως κυτταρική μνήμη, ως πρόσφατο παρελθόν, ως αλήθεια, ως προοπτική, ως πόθος, ως συνθήκη αυτονόητη. Μια πραγματικότητα υποσυνείδητη, που το σύστημα καταστέλλει με τη βία χρόν ι α, επίμονα και μεθοδικά ώστε να καταπλακωθεί στο χώρο του κοινωνικού υποσυνείδητου, αναλαμβάνοντας το ίδιο τον έλεγχο της μετάλλαξης της αγριότητας σε επιθετικότητα, με τη βία. Η κοινωνία στην ανάγκη για ειρήνη, κατανοεί την αφομοιωτική αυτή λειτουργία ως αναγκαία, πληρώνοντας έτσι το βαρύ τίμημα της συναινετικής υποταγής της.
Πρόκειται για μια κατάσταση κατοχής από το βίαιο μηχανισμό επιβολής, όπου αρχικά θα πρέπει να εξορύξουμε την αναρχία και συνεπώς την αγριότητα από το κοινωνικό υποσυνείδητο. Το επόμενο που μας απομένει να κάνουμε, είναι να αντισταθούμε στην επιβαλλόμενη βία με όρους νίκης. Και για να συμβεί αυτό, πιθανότατα θα χρειασθεί και η βία, μια βία δικαιωμένη από το δίκιο του καταπιεσμένου, απέναντι στο δυνάστη και κατακτητή της πραγματικότητάς του.
Η φυσική ανθρώπινη αγριότητα είναι απαραίτητη όταν μπορεί και βιώνεται μέσα στη φύση, κι εκτονώνεται σε αρμονία με αυτήν. Αποτελεί τη συνέχειά της. Είναι κομμάτι της ισορροπίας της φύσης. Είναι η αναπαραγωγή της μέσα από το ανθρώπινο σώμα, που γίνεται ο αναμεταδότης της ενέργειάς της. Αυτήν την αγριότητα που αποτελεί την προϋπόθεση της φυσικής αξιοπρέπειας του ατόμου, απέναντι στην επερχόμενη βία, οφείλουμε να την επανεφεύρουμε στην αστική συνθήκη, να την σεβαστούμε όταν υπάρχει*, *(η επίθεση ενός ατόμου στους ΔΙΑΣ στη Ν. Σμύρνη, είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της αξιοπρεπούς στάσης που εκπορεύεται από την φυσική αγριότητα) και να την καλλιεργήσουμε εκεί που υπάρχει. Με όρους συνειδησιακούς όταν χρειάζεται. Συμπερασματικά, σεβόμαστε την αρχέγονη φυσική αγριότητα, και την εγκαλούμε σαν μέσο πάλης απέναντι στην συστημική βιαιότητα -επιθετικότητα.
Αυτή η αναγκαιότητα της χρήσης της αγριότητας ως τρόπο πάλης απέναντι στην επιθετικότητα του κράτους, σε αστικές συνθήκες διαβίωσης, οφείλει να μετεξελιχθεί σε δίκαιη βία. Στην αστική συνθήκη υπάρχει μόνο επιθετικότητα ή καταπιεσμένη αγριότητα. Εμείς θα πρέπει όχι μόνο να ανασύρουμε την αγριότητα από το συλλογικό υποσυνείδητο, αλλά και να την μεταποιήσουμε σε απελευθερωτική ορμή, μέσα από την καλλιέργειά της ώστε να μην μετατραπεί σε επιθετικότητα. Γιατί η επιθετικότητα είναι ένα μέσο ασύμβατο με τις αξίες του αναρχισμού, αφού αναπαραγόμενη μέσα από τον πολιτικό αγώνα αναπαράγει την εξουσία.
Για να μην μετατραπεί σε επιθετικότητα η καταχωνιασμένη αγριότητα, απαιτείται η καλλιέργειά της. Μια καλλιέργεια που θα σέβεται το δέος της βίας και τα ολέθρια αποτελέσματα της ανίερης άσκησής της. Ο σεβασμός απέναντι στο δέος της βίας, είναι και η προϋπόθεση για την αντίληψη της αυτονομίας. Όλοι οι άνθρωποι θα πρέπει να ασκούν τον εαυτό τους στην ηθική της μη άσκησης βίας, μέσα απ΄την ασκητική της βίας. Οι πολεμικές τέχνες, όταν καλλιεργούνται με τον σωστό τρόπο, εκπαιδεύουν τον κόσμο του αγώνα στην ασκητική της αγριότητας.
Η ασκητική της αγριότητας διαμορφώνει την ηθική της σεμνότητας απέναντι στις δυνάμεις της, αλλά και την αξιοπρεπή στάση απέναντι στη ζωή. Θεωρώ πως με την καλλιέργεια της άσκησης μέσα από τις πολεμικές τέχνες αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο, συναντάμε την αγριότητά μας και την συμφιλιώνουμε με το δίκαιο και το μέτρο, “εκπολιτίζοντάς” την. Μετατρέπουμε έτσι την βαθειά μας αγριότητα μέσα από τον σωματικό έλεγχο σε ειρηνική στάση, και με αυτόν τον τρόπο αποκτούμε την σεμνότητα που χρειάζεται για να παραχθούν συμφωνίες μεταξύ των ανθρώπων. Αυτές είναι η σάρκα της αυτόνομης συμπεριφοράς μέσα στην οποία ενυπάρχει η αυτοσυγκράτηση, ο αυτοέλεγχος, ο σεβασμός στην δύναμη, και η επιθυμία για ειρηνική επίλυση. Οι πολεμικές τέχνες θα πρέπει να γίνουν κομμάτι της άσκησης του κοινωνικού κινήματος, ώστε αυτό συναντώντας την πρωτογενή αγριότητα, να παράξει εκείνη τη δίκαιη μεταποιημένη αντιβία.
Σε ατομικό επίπεδο λοιπόν, εφόσον ο δρόμος της κοινωνικής επανάστασης απαιτήσει βίαια μέσα, εμείς θα έχουμε την δική μας ηθικά καλλιεργημένη αντιβία, ως μορφή και τρόπο πάλης.Συνεπώς η φυσική αγριότητα, καλλιεργημένη γίνεται η μαγιά της δικής μας βίας. Ναι η αναρχία είναι ειρήνη.
Ναι δε θέλουμε τη βία. Ναι θα βάλουμε και βία όταν θα χρειαστεί απέναντι στη κρατική βία. Και η βία η δικιά μας, θα είναι η βία της δίκαιης κοινωνικής αυτοάμυνας απέναντι στους μηχανισμούς της βίας του κράτους και των άλλων υπερεθνικών μηχανισμών. Η δική μας βία που θα ασκείται με την αρχή της αναλογικότητας της έντασης, και με κανόνες εξισορρόπησης απέναντι στην εισερχόμενη βία. Με την αξιοπρέπεια του στιβαρού μα δίκαιου αγώνα από την κοινωνία απέναντι στο σύστημα εξουσίας, με όρους νίκης, ώστε να συντελεστεί η αναρχία. Μια βία που υπακούει στους κανόνες της καλλιεργημένης πια φυσικής ανθρώπινης αγριότητας.
Εξεγερτισμός.
Ο φόβος είναι ένα φυσικό συναίσθημα επιβίωσης. Προειδοποιεί για τον επερχόμενο κίνδυνο και σώζει τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα. Οφείλουμε να σεβόμαστε τον φόβο μας, γιατί ο σεβασμός αυτός είναι προϋπόθεση για μια νίκη στην όποια μάχη μας τύχει από τη μοίρα να συναντήσουμε. Η παράκαμψη του φόβου αυξάνει τις πιθανότητες του θανάτου, ή του τραυματισμού και της ήττας.
Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να σταθούμε με τη σκέψη απέναντι σε αυτό το συναίσθημα και να αντιληφθούμε πότε αυτό προκαλείται από ψευδείς κινδύνους οπότε πρόκειται για φοβία, και πότε από πραγματικούς κινδύνους. Και όταν αυτοί οι πραγματικοί κίνδυνοι επισείονται ως απειλή, άμεσοι ή μελλοντικοί, τότε και πάλι θα πρέπει να έχουμε εκείνο το συνειδησιακό έρμα, ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το συναίσθημα του φόβου με όρους συνείδησης.
Η καλλιέργεια της διαχείρισης του φόβου περνάει μέσα από πολλούς παράγοντες, αλλά και κυρίως από τη συνειδητοποίηση της πραγματικής συνθήκης της γέννησής του. Και αυτή έρχεται όταν απαντάται το ερώτημα: «γιατί φοβάμαι τώρα;». όταν λοιπόν αισθανόμαστε να κατακλυζόμαστε από εκείνο συναίσθημα, εφόσον υπάρχει χρόνος, καλό είναι να βάζουμε στη σκέψη μας αυτήν την ερώτηση.
Σε αυτήν την ερώτηση, θα ανακαλύψουμε ότι τελικά, ενώ υπάρχει ο κίνδυνος, ο φόβος που αισθανόμαστε δεν έρχεται τόσο από τον ίδιο, όσο από την χρόν-ι-α καλλιέργειά του μέσα μας. Από τα παιδικά μας χρόνια και σε καιρούς που αδυνατούμε να φιλτράρουμε αυτήν την καλλιέργεια. Άλλωστε δεν υπάρχει πιο αλλοτριωτική παιδαγωγική από αυτή που βασίζεται στον φόβο.
Θεωρούμε δεδομένο ότι κάθε κυριαρχία επιδιώκει είτε μέσα από τον φόβο της καταστολής, είτε μέσα από την συναίνεση, να παράξει υπάκουες νομιμόφρονες συνειδήσεις. Έτσι εξασφαλίζει την απρόσκοπτη διαιώνισή της.
Για να το πετύχει αυτό αφομοιώνει την πρωταρχική ανθρώπινη ανάγκη για ειρήνη προσπαθώντας να επιβάλει το καθεστώς ειρήνευσης. Χρησιμοποιεί όλα εκείνα τα εκπαιδευτικά, χειραγωγικά, ψυχοδυναμικά, μέσα που απαιτούνται ώστε να πλάσει υπάκουες συνειδήσεις. Πρώτιστη μέριμνα λοιπόν είναι η επιδίωξη της νομιμοφροσύνης. Όταν δεν το καταφέρνει, και απ’ ότι φαίνεται το καταφέρνει καλά, επισείει τον φόβο. Ο φόβος δεν είναι μόνο αυτό το συναίσθημα που μπορεί πολλοί από εμάς να νιώσουμε μπροστά στον μπάτσο που ντυμένος σαν ρόμποκοπ στέκεται απειλητικά εμπρός μας.
Ο φόβος είναι ένα διάχυτο και γενικευμένο κοινωνικά συναίσθημα, που έρχεται μέσα από την αναπαραγόμενη βία. Εκείνη τη βία που διατρέχει την ιεραρχική κλίμακα της κοινωνίας και αναπαράγεται από τα πάνω προς τα κάτω, από τον ισχυρό στον αδύναμο. Και φυσικά ένας από τους πιο ευάλωτους κρίκους, είναι το παιδί, που η ευαισθησία του ψυχισμού του σφραγίζεται πολύτροπα από την απροσδιόριστη γι αυτό, αλλά ενίοτε και για τους μεγάλους, βία. Διαμορφώνονται ψυχισμοί λοιπόν και αυτοί είναι νομιμόφρονες μέσα από τον φόβο της τιμωρίας, ως πραγματικότητα, αλλά και ως ψυχικό μοτίβο αναπαραγόμενης βίας.
Αυτοί οι ψυχισμοί έχουν μέσα τους ένα αξιακό σύστημα αποκρυσταλλώσει μέσα από τη σύνθεση της εκπαίδευσης στην νομιμότητα, με τον φόβο της νομιμότητας. Αυτό τα αξιακό έχει εγκατασταθεί μέσα στις συνειδήσεις ως λογισμικό συμπεριφοράς τέτοιο, ώστε η όποια παράβαση των κανόνων να προκαλεί ενοχές. Αυτή η αυτο-ενοχοποιητική συνθήκη μπορεί να είναι υποσυνείδητη. Εκεί είναι το σημείο όπου πρέπει να επικεντρώσει το υποκείμενο το φακό του. Στην εξόλκηση της ενοχής από το υποσυνείδητο στο ξέφωτο όταν χρειάζεται, και ακόλουθα να εστιάσει στην γνησιότητα της ενοχής. Όχι κάθε ενοχής. Η ενοχή είναι εκδήλωση της συνείδησης και πρέπει να υπάρχει. Αλλά σε εκείνη την ενοχή που είναι επίπλαστη. Στην «ενοχή» που το πολιτικό σύστημα έχει διαμορφώσει ως ψευδή συνείδηση.
Αυτήν την «ενοχή» θα πρέπει αρχικά να εντοπίζουμε με την ερώτηση: «γιατί φοβάμαι τώρα;», και όταν η απάντηση έρχεται ότι «είναι η νομιμότητα ως ψευδής συνείδηση μέσα μου», τότε καταλαβαίνουμε το ότι θα πρέπει να καλλιεργήσουμε μέσα μας την συνείδηση του επαναστατημένου. Από εκεί ξεκινάει ένα συνειδησιακό ταξίδι απο-αποικειοποιήσης της ψευδούς συνείδησης της νομιμότητας της κυριαρχίας.
Σε αυτό τα ταξίδι πέρα από την ενίσχυση του φρονήματος, πέρα από την συνειδησιακή απονομιμοποίηση του συστήματος, πέρα από την απαξίωση των αρχών και των νόμων του, πέρα από όλα αυτά, υπάρχουν δύο πράγματα: η καλλιέργεια της δύναμης όπως την περιγράψαμε νωρίτερα, αλλά και κυρίως οι πρακτικές της εξέγερσης.
Ο εξεγερτισμός, είναι μια μορφή επαναστατικής έκφρασης και δράσης. Μιλάμε όχι μόνο για τη διαδικασία εξέγερσης, αλλά και για κάθε «δρομίσια δράση», κάθε ακτιβιστική βία εναντίον των συμβόλων του κράτους και των υπηρετών του.
Περιέχει στοιχεία της ελευθεριακής κουλτούρας και διαπαιδαγωγεί, στην αμφισβήτηση της εξουσίας και της νομιμότητας, στην ψυχολογική αναμέτρηση με το φόβο και τις φοβίες που το καθεστώς καλλιεργεί, και τέλος στην ίδια τη μάχη του δρόμου, που από μόνο του είναι μια χρήσιμη διδακτική εμπειρία.
Όλα τα παραπάνω, είναι μια διαφορετική εμπειρία, που μόνο απελευθερωμένα συνειδησιακά άτομα μπορούν να εκτιμήσουν μέσα από την δράση στο δρόμο, και ποιοτικά απέχει πολύ από τη συσσώρευση σωματικής κι εγκεφαλικής κυτταρίτιδας στο internet cafe παίζοντας games.
Όμως μέχρι εκεί φτάνουν τα θετικά.
Ο εξεγερτισμός θα μπορούσε να είχε ένα ουσιαστικότερο περιεχόμενο, αν συνέβαινε σε ώριμη προεπαναστατική κοινωνικά περίοδο και υποστηρίζονταν από ένα στιβαρό και καλά οργανωμένο αναρχικό κίνημα. Τα όριά του είναι περιορισμένα όταν δεν αντιστοιχίζεται από ένα καλά οργανωμένο επαναστατικό κοινωνικό κίνημα. Πρόκειται για εκτόνωση που εκτός από την χαρά πολλών μικρών νικών φέρνει και την πίκρα μιας βέβαιης μεγάλης ήττας. Μιας ήττας που αποφέρει ευρύτατες συνέπειες για το κίνημα, όπως η συντηρητικοποίηση των κοινωνιών, την έγερση των φασιστικών αντανακλαστικών, την φασίζουσα νομιμότητα και την ευκαιρία στο κράτος να πάρει πίσω ελευθερίες και δικαιώματα.
Συνεπώς ο εξεγερτισμός δεν μπορεί να είναι ανέξοδος. Οφείλει να συνυπολογίζεται στην πορεία του κοινωνικού κινήματος, ως μια εκδήλωση χειραφέτησης, και για να είναι τέτοια, θα πρέπει το κίνημα να ρίξει το βάρος του στην διαμόρφωση των συνειδήσεων, καλλιεργώντας κουλτούρα “κοινωνίας ενάντια στο κράτος”. Από την άλλη οι εξεγερτικοί οφείλουν να εντάσσουν την «εμπειρία» στο ευρύτερο πλαίσιο του αγώνα, να σέβονται την συνέλευση και τις αποφάσεις της και να συνυπολογίζουν τις όποιες συνέπειες. Η σύνθεση, ο πολιτικός αγώνας να στέκεται δίπλα στους εξεγερμένους σαν να είναι η ατίθαση δεύτερη φύση του, αλλά από την άλλη και αυτοί οι εξεγερσίες θα πρέπει να αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν συνελεύσεις που αποφασίζουν για μια πορεία, και δεν πρέπει να αποφασίζουν ερήμην της, γιατί αλλιώς είναι χειραγώγηση αν δεν είναι επικίνδυνο για τους ανυποψίαστους.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει «ο δρόμος», να συν-οργανώνεται τόσο καλά απέναντι στις δυνάμεις καταστολής, ώστε να κρατούν τις θέσεις τους και να μην λυγίζουν είτε από αισθήματα ενοχής ή φόβου, να μην υποχωρούν, ή να υποχωρούν οργανωμένα όταν οι υπέρτερες θωρακισμένες δυνάμεις καταστολής επιτίθενται. Δεν είναι ρομπότ. Άνθρωποι είναι που το βράδυ θα μείνουν με τη σώβρακοφανέλα να περιφέρουν τη μοναχική ανυπαρξία τους ανάμεσα σε 4 τοίχους. Δεν είναι τίποτα σημαντικό. Παίρνουν δύναμη από το κράτος πίσω τους. Δεν την έχουν οι ίδιοι. Ενώ εμείς την έχουμε, και μάλιστα δουλεμένη.
Κι αν θέλουμε ένα πρότυπο στάσης απέναντι στις δυνάμεις καταστολής, είναι αυτό της Νέας Σμύρνης, όπου ο σύντροφος αφού δέχθηκε κρότου λάμψης, τσαντισμένος από θιγμένη αξιοπρέπεια (εσωτερική αγριότητα), ξεκίνησε ντεμαράζ, μέχρι να πιάσει τον τελευταίο μπάτσο πετάγοντάς τον κάτω από το μηχανάκι. Είναι ο ορισμός της ελεύθερης συνείδησης, -όχι από καλλιέργεια, αλλά από την αξιοπρέπεια που θα έπρεπε να έχουμε όλοι μας, ως ένστικτο αγριότητας και γι αυτό, αντίδρασης. Θέλουμε χιλιάδες, εκατομμύρια συντρόφους με παρόμοια συνείδηση. Με τέτοιο πάντρεμα σκέψης και συναισθηματικής ελευθερίας. Αυτή είναι η επανάσταση.
Ο ακτιβισμός
Για τους ίδιους ακριβώς λόγους που θεωρούμε σημαντικό τον εξεγερτισμό, εκτιμούμε και τον πολιτικό ακτιβισμό. Ο ακτιβισμός είναι ένα επίπεδο ανώτερος πολιτικά, αφού απαιτεί την στοχευμένη δράση πάντα συνοδευόμενη με πολιτικό λόγο, -ένα θεωρητικό πλαίσιο για το οποίο γίνονται οι δράσεις.. Δεν πρόκειται για αυθόρμητη θυμική πρακτική, αλλά αντίθετα για μια ενσυνείδητη πολιτικά πρακτική οργανωμένη, συγκροτημένη, και απόλυτα συνειδητή. Έχει δηλαδή όλα εκείνα τα θετικά της παιδείας της απείθειας, αλλά με συγκροτημένο πολιτικό λόγο και οργανωτικές απαιτήσεις.
Υπάρχει πάντα κι εδώ η προβληματική της απαίτησης της ωρίμανσης των συνθηκών για την δράση, σε αντίστιξη με την ανάθεση και το θέαμα της δράσης. Όταν ο πολιτικός ακτιβισμός γίνεται σε συνθήκες κινηματικής άμπωτης, η ανάθεση ελλοχεύει στη κοινότητα και η δράση μετατρέπεται σε θέαμα. Σε αυτό δεν φταίει η δράση, όσο φταίει η απουσία κοινωνικού κινήματος. Των υπόλοιπων δράσεων δηλαδή που δημιουργούν κίνημα, που εκδηλώνει το πρόταγμα μέσα από την άμεση δράση. Ο πολιτικός ακτιβισμός ως επιλογή όταν γίνεται σε πολιτικά “κενό χρόνο”, μπορεί στην καλύτερη να κρατάει τη σημαία ψηλά ώστε να φαίνεται, αλλά ενέχει κινδύνους, πέραν από αυτόν των συλλήψεων και της ταλαιπωρίας των αγωνιστών, πέραν της απογοήτευσης από την απουσία των αποτελεσμάτων που κάθε δράση οφείλει να αναζητεί με τις πρακτικές της, ελλοχεύει ο κίνδυνος της ιδρυματοποίησης, και της εκκόλαψης εξουσιών, που η φετιχιστική σχέση με τη βία, μπορεί να προκαλέσει. Ειδικά γι αυτό το τελευταίο απαιτείται χειρισμός. Καλλιέργεια με την βία, άσκηση, αυτομόρφωση, σεβασμός. Ο πολιτικός ακτιβισμός είναι κομμάτι των μέσων πάλης, και σαν τέτοιο είναι επιλέξιμο όσο η επικοινωνιακή του ισχύς του είναι σημαντική στη συνέχεια όμως μιας εντροπίας έμπνευσης για έγερση.
Οι αναρχικοί με βάση την αρχή της συνέπειας μέσων και σκοπών, οφείλουν να επιδιώκουν την παντοτινή ειρήνη, εξαντλώντας όλα τα μέσα που έχουν για έναν ειρηνικό αγώνα. Άρα ο αναρχικός πολιτικός αγώνας, απευθύνεται στην κοινωνία και προτάσσει μια κοινωνία ολικής ειρήνευσης με όρους γενικευμένης αυτονομίας στην επίλυση των όποιων διαφορών. Συνεπώς εφόσον οι αναρχικοί θέλουν να είναι συνεπείς απέναντι σε αυτό το αξιακό, οφείλουν να εξαντλήσουν όλα τα ειρηνικά εκείνα μέσα για την ευόδωση του αγώνα της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Ένας τέτοιος αγώνας όσο μάλιστα βαθαίνει η επιρροή του μέσα στην κοινωνία, θα βρει νομοτελειακά απέναντί του τη βία του κράτους. Η κατάκτηση αυτής της αντίδρασης του κράτους, είναι ζητούμενη συνέπεια, αφού ως τέτοια, για να επιτελείται, σημαίνει ότι διεξάγουμε έναν αποτελεσματικό αγώνα. Όταν δηλαδή απελευθερώνουμε τις συνειδήσεις, που ολοένα και περισσότερο αισθάνονται εκείνη την δυσανεξία απέναντι στο σύστημα και στις σχέσεις του, ώστε να στέκονται ανατρεπτικά απέναντί του. Η απελευθέρωση των συνειδήσεων, έρχεται μέσα από την απελευθέρωση των σχέσεων. Όλων των σχέσεων. Οικονομικών, συναλλακτικών, εργασιακών, κοινωνικών, πολιτικών, ερωτικών, φιλικών, οικογενειακών. Συνεπώς η απελευθέρωση των σχέσεων σαν μια σταδιακή διαδικασία, σαν πρόοδος της επανάστασης, είναι ο ειρηνικός τρόπος αγώνα που οφείλουμε να επιλέξουμε, πάντα στο βαθμό που μπορούμε.
Η συνέπεια σε αυτό το αξίωμα, προκαταλαμβάνει την στρατηγική του αγώνα. Και η στρατηγική του αγώνα για να συντελείται με ειρηνικά μέσα, οφείλει να τα εξαντλήσει τις αλληλέγγυες πρακτικές και τις ελευθεριακές εφαρμογές, στο βαθμό που αυτές είναι εφικτό να επιτελεστούν έστω και μέσα στο σύστημα.Η εφαρμογή των αρχών στο βαθμό που είναι μπορετό, όπως, ο συνεργατισμός στην εργασία, η αλληλέγγυα οικονομία, η ηθική του «δίκαιου εμπορίου» και η αποκερδοσκοποίηση των συναλλαγών, η οικολογικά δόκιμη πρακτική, η ελευθεριακή εκπαίδευση, η συλλογική πολιτική δράση, οι ανατρεπτική απελευθερωτική τέχνη, οι ελεύθερες ερωτικές και φιλικές σχέσεις, είναι πεδία πάνω στα οποία μπορούμε να εργαστούμε ώστε να επιφέρουμε μέσα από «τη σχέση», μαζικοποίηση του κινήματος και παράλληλα διάβρωση του συστήματος.
Δεν υπάρχει πιο πολεμικά αποτελεσματικός τρόπος από την διάβρωση του συστήματος. Τη διάβρωση των συμφεροντολογικών σχέσεων από τις ανιδιοτελείς, των εξουσιαστικών σχέσεων από τις σχέσεις ισότητας, των εργασιακών εκμεταλλευτικών σχέσεων από τις σχέσεις συνεργασίας, των συναλλακτικών σχέσεων με σχέσεις αλληλεγγύης. Οι πρακτικές διάβρωσης ενός ολόκληρου συστήματος μέσα από δίκτυα που ενώνονται σε μια λειτουργική βάση, ενός «αντισυστήματος» συλλογικής αυτοκυβερνησιμότητας, που παράγει ακμάζουσες κοινότητες, έξυπνα ανεξέλεγκτες, βέβαιες για την αξιακή τους υπεροχή, αυτόνομες, χαρούμενες κι ελεύθερες. Αυτές οι κοινότητες αποτελώντας ένα ελευθεριακό μέτωπο, συσπειρώνοντας μεγάλα κομμάτια προωθημένων λογικών στην αρχή, αλλά και ευχάριστων εμπειριών, μπορούν να γίνουν ρέοντα ύδατα που διατρέχουν τα θεμέλια του συστήματος και το διαβρώνουν με ορμή, μέχρι την τελική κατάρρευση του εποικοδομήματός του.
Η εφαρμογή της τακτικής αυτής θα προετοιμάσει τη συνθήκη ώστε ένα σάπιο -ηθικά ούτως ή άλλως, σύστημα, να καταρρεύσει ανέλπιστα για όσους το θεωρούσαν ανίκητο, σαν χάρτινος πύργος και με ειρηνικά μέσα.
Απαιτείται λοιπόν η δημιουργία ενός ελευθεριακού πόλου, συνεκτικού στη βάση του «τι μπορούμε να κάνουμε μαζί», που θα συσπειρώσει μέσα από την γοητεία του, μεγάλα κοινωνικά κομμάτια, που συσπειρωμένοι, ανεξούσιοι και αγκαλιασμένοι, θα αντιπαρατεθούν με την «κυριαρχία» στη βάση ενός ελευθεριακού κοινωνικού μετώπου.
Αυτή η κοινότητα θα δώσει την ελκυστική προεικόνιση ενός κόσμου αλήθειας, καθαρών βλεμμάτων κι αισθημάτων, που δεν μπορεί παρά να είναι ο μαγνήτης της ζωής απέναντι στο ψέμα. Οι όγκοι του πλήθους που θα προστρέξουν, θα είναι μεγάλοι, γιατί κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ομορφιά της αυθεντικότητας των αισθημάτων και της κοινότητας των ανθρώπων. Είναι κυτταρική μνήμη που σοβεί, έστω και υπόγεια.
Αυτή είναι μια βασική αρχή του αντισυστημικού πολέμου. Η έλξη των μεγάλων κοινωνικών κομματιών μέσα από την καθημερινότητα μιας γεμάτης ζωής. Το αντιπαράδειγμα που χτίζει τον δικό μας κόσμο, με όρους καθημερινούς τέτοιους, που είτε ως άτομα, είτε ως κοινότητα, ομορφαίνουμε κι έλκουμε απαλλοτριώνοντας αλλοτριωμένες ψυχές και δικαιώνοντας αδικημένους απόκληρους. Η στόχευση λοιπόν οφείλει να είναι τακτικά προσανατολισμένη σε μεγάλα απογοητευμένα κομμάτια πληθυσμού, που γοητευμένα από την αυθεντικότητα και την ωραιότητα των πρακτικών μας, εγκαταλείπουν τον αλλοτριωμένο κόσμο της κυριαρχίας, για να διαβιώσουν τα περιεχόμενα της ελευθερίας και της συνείδησης.
Αυτός ο πόλεμος, ο ειρηνικός είναι που πρέπει να κερδηθεί, πριν αποφασίσουμε για τις πολεμικές τακτικές, πριν διαπραγματευτούμε με τη βία. Όταν τον εξαντλήσουμε, όταν εφαρμόσουμε όλες εκείνες τις πρακτικές διάβρωσης, τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στο επόμενό μας βήμα. Όταν θα έχουμε επιτύχει αυτό το στόχο, στην ευθεία της συνέπειας μέσων και σκοπών, τότε θα αναστοχαστούμε τη στάση μας και κατόπιν θα εκτιμήσουμε το «οπλοστάσιό» μας και στη συνεπαγόμενη στρατηγική. Αξιακά και ως συσχετισμός δυνάμεων.Το κράτος θα ενοχληθεί όταν πια θα είναι αργά να αλλάξει τις σχέσεις, να σβήσει κοινότητες, βαθειά θεμελιωμένες στη σχέση. Μπροστά στον κίνδυνο, το κράτος και τα συμφέροντα θα αντιδράσουν με το μοναδικό τρόπο που ξέρουν καλύτερα. Με την βία.
Όταν έρχεται η βία
Ένα βασικό σημείο που αφορά στη συνέπεια μέσων και σκοπών, έχει να κάνει και με την ηθική του τρόπου που θα διεξάγουμε τον πόλεμο. Τη στρατηγική στάση μας μέσα σε αυτόν. Εκτός λοιπόν, από την ολιστική υπερπλειοψηφική στόχευση, εκτός από την στόχευση της βαθιάς καλλιέργειας μιας μαζικής δυσανεξίας απέναντι στο κράτος, στρατηγικά η στάση μας οφείλει να είναι αυτή της αμυντικής αξιοπρέπειας. Και όταν λέμε αμυντική αξιοπρέπεια εννοούμε εκείνη την νοητή εδαφικοποιημένη αντίληψη, του κατεχόμενου έναντι του εισβολέα και δυνάστη της ελευθερίας του. Συνεπώς αν υπάρχει ένα “δόγμα” που αντιστοιχεί στη σύγκρουσή μας με το κράτος, αυτό είναι το αμυντικό δόγμα.
Το δόγμα αυτό οφείλει να ανταποκρίνεται σε κάθε ανάγνωση του αγώνα: Είτε αφορά στα απελευθερωμένα «εδάφη» που είναι και οι συνειδήσεις, είτε αφορά στην κατοχή της κυριαρχίας. Γιατί η κοινωνία είναι κατακτημένη από το κράτος της κεφαλαιοκρατικής ολιγαρχίας. Η αντίσταση στον κατακτητή δεν είναι επίθεση. Είναι άμυνα, είναι χρέος απέναντι στην ελεύθερη υπόστασή της, είναι αντίσταση κι επανάσταση.
Συνεπώς η βία ενώ δεν είναι αξιακή επιλογή, δεν μπορεί παρά να είναι αναγκαστική. Κι αν υπάρχει μια βία που δικαιολογεί την εφαρμογή της, αυτή δεν είναι άλλη από εκείνη της απελευθέρωσης από τους δυνάστες μιας κοινωνίας. Απομένει στο καταπιεσμένο υποκείμενο, να αντιληφθεί ότι τελεί υπό συνθήκες κατοχής, να ξεπεράσει την όποια αλλοτρίωση υφίσταται η συνείδησή του καθώς και τον φόβο, και να δρομολογήσει την απόφαση για χειραφέτηση, χωρίς εκπτώσεις σε μια διαδικασία απελευθέρωσης από την εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Η βία λοιπόν ως μέσο θα είναι το αναγκαίο κακό για την υπεράσπιση του απελευθερωτικού αγώνα. Είναι στη φύση του να είναι έτσι, όσο είναι στη φύση του κράτους να επιβάλλεται. Με την σκέψη πάντα στην συνέπεια μέσων και σκοπού, η όποια βία ασκηθεί αναγκαστικά, θα πρέπει να διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας. Θα πρέπει δηλαδή να μην υπερβαίνει εκείνο το μέτρο, που με βάση το αξίωμα του σεβασμού της ανθρώπινης ζωής, συνυπολογίζει το βάρος του κόστους της ανθρώπινης απώλειας. Συνεπώς τα όποια «αντίμετρα» ληφθούν σε μια βίαιη δράση ή αντίδραση, αυτά θα πρέπει να συνυπολογίζουν την βαρύτητα των συνεπειών των όποιων δράσεων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κανόνας αυτό δεν μπορεί να ισχύει από την ανάποδη. Όταν δηλαδή έχουμε να κάνουμε με ψυχρούς δολοφόνους, όπως φασίστες πχ, ή ένστολους κατά συρροήν εγκληματίες, ή αξιωματούχους ηθικούς αυτουργούς. Αυτοί που σπέρνουν θάνατο, είναι εκείνοι που η αρχή της αναλογικότητας ισχύει αντιστρόφως. Εκεί η κοινότητα οφείλει να προστατέψει τα μέλη της με κάθε τίμημα απέναντι στους δράστες, να αντιμετωπίσει την κρατική τρομοκρατία με κάθε ανάλογο μέσο.
Η αμυντική και ανάλογη κοινωνική αντιβία μπορεί να υπάρξει μόνον αν απελευθερωθούν οι συνειδήσεις. Όταν δηλαδή πλέον η κρατική νομιμότητα πάψει να αποικεί τις συνειδήσεις, και η κοινωνική χειραφέτηση έχει δικαιωθεί μέσα στη συνείδηση. Η δικαίωση της κοινωνικής ελευθερίας ενός κόσμου κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής, είναι προϋπόθεση για να γίνει η κοινωνική επανάσταση βέβαιη πεποίθηση. Συνεπώς η πεποίθηση του δικαίου, είναι εκείνη που αποτελεί το κύτταρο για την αντίσταση στον αγώνα.
Τα σύμβολα ενισχύουν την πεποίθηση. Οι «ήρωες», τα λάβαρα, τα τραγούδια, τα πρότυπα, η παράδοση, ντοπάρουν τον αγώνα. Όμως δεν έχουν καμία ελευθεριακότητα, αν όλα αυτά δεν πατήσουν πάνω σε μια επεξεργασμένη συνειδητή απόφαση, που πλέον έχει γίνει (πάντα προς αμφισβήτηση) βεβαιότητα για τη δικαιότητα του αγώνα. Δεν θέλουμε οπαδούς. Θέλουμε συνειδητούς επαναστάτες. Και αυτό γιατί όταν η βία αναπαράγεται από οπαδούς, διατρέχει τον κίνδυνο να μετατραπεί σε εξουσιαστική.
Σε κάθε κοινωνικο-απελευθερωτικό κίνημα που αποκτά μαζικό ρεύμα επιρροής κι αντιμετωπίζει διώξεις, καταστολή, και επίθεση, αντιστοιχεί ένας ένοπλος βραχίονας. Πότε όμως; Όταν πια ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα, αντιμετωπίζει την κρατική βία. Με ποια μορφή; Με τη μορφή των ένοπλων πολιτοφυλακών. Όταν δηλαδή δημιουργείται ως ανάγκη απ΄τα κάτω, μέσα από την κοινωνική ζύμωση. Ως αποτέλεσμα κοχλάσματος. Όχι ως απότοκο των ριζοσπαστικών κινημάτων που αποσύρονται, όχι ως ακραία κατακλείδα παρωνυχίδα ενός αγώνα που αποσύρεται, όχι ως ανάθεση μετά από ήττες «των αγώνων του δρόμου», αλλά ως πάφλασμα ενός αυξανόμενου βρασμού.
Και πάντα ακόμα και αυτός ο αγώνας θα έχει αμυντική λογική. Θα ενισχύει το φρόνημα με την αίσθηση της βεβαιότητας των δικαίων του. Δεν θέλουμε ανάθεση σε ένοπλες ομάδες. Θέλουμε την οργάνωση της άμυνας των αγώνων.
Με όποιας μορφής βία έχουμε να διαπραγματευτούμε, είτε αυτή έχει να κάνει με την καλλιέργεια της φυσικής μας αγριότητας, είτε με τον εξεγερτισμό, είτε με τον ακτιβισμό, ή τις ένοπλες πολιτοφυλακές, και βραχίονες, σε κάθε περίπτωση, πάντα ελλοχεύει μια προβληματική.
Η προβληματική της ανάθεσης και η ιδρυματοποίηση που προκύπτει από αυτά σε διάσταση με τον ώριμο χρόνο. Όταν δηλαδή οι αντίστοιχες δράσεις γίνονται σε κενό πολιτικό χρόνο. Σε χρόνο που τίποτα δεν είναι κοινωνικά ώριμο ώστε να αποδεχτεί την δράση ως λογική συνέπεια αυτού που συμβαίνει στη δημόσια σφαίρα. Η βία μας οφείλει να είναι δόκιμη, αλλιώς δεν είναι δικιά μας. Είναι εξουσιαστική. Και η δόκιμη βία έχει ένα μέτρο. Ένα μέτρο για το πότε, σε ποια συνθήκη επιτελείται και με ποιον κόσμο. Δεν είναι αρκετό να σε χειροκροτεί ο κόσμος. Είναι όμως απαραίτητο να σε βοηθά ο κόσμος της ειρήνης.
Και για να σε βοηθά ο κόσμος, θα πρέπει η δράση να αποτελεί συνέπεια της κοινωνικής οργής, ακόλουθη και όχι εξολκέας της. Η κοινωνική οργή δεν εξολκείται. Καλλιεργείται σε βάθος χρόνου, από όλα τα υπόλοιπα κομμάτια. Η κοινωνική αυτοάμυνα έρχεται απλά να υποστηρίξει με αξιοπρέπεια την σύγκρουση με το υπάρχον, όντας προετοιμασμένη, φαντασιακά αιφνιδιαστική, ασύμμετρη, οργανωμένη, καλλιεργημένη, με το ήθος της αγριότητας, με τη ψυχραιμία ενός βροντερού «ΜΕΝΟΥΜΕ» όταν τα σκυλιά της εξουσίας μας επιτίθενται. Και πιστέψτε με στο “μένουμε”, θα φρενάρουν. Αξιοπρέπεια λοιπόν. Αμυντικό “δόγμα” και καλός σχεδιασμός της άμυνας των όποιων δράσεων, (ας μην ξεχνάμε ότι για κάθε ανακοινωμένη μας εκδήλωση ένα επιτελείο επαγγελματιών της αστυνομίας, επιλαμβάνεται, συναντάται και σχεδιάζει τον τρόπο που θα ενεργήσει για αρκετές ημέρες. Η πορεία δεν είναι ένα απλά ένα κάλεσμα κι ότι βγει. Οφείλει να μελετήσει και αυτή τον τρόπο που βγαίνει στο δρόμο, ώστε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της.) Σχεδιασμός της άμυνας με μέτρο και ακολουθία της συνθήκης. Η βία είναι ένα πολύ κακό πράγμα. Όταν ενεργείται οφείλει να είναι απότοκη. Γέννα μιας κυοφορούσας συνθήκης, που παίρνει τη μορφή μιας καλλιεργημένης αγριότητας, και όχι επιθετικότητα.
Η κοινωνική αυτοάμυνα είναι απαραίτητο στοιχείο σε μια αυτοργανωμένη κοινότητα που θέλει να διατηρήσει την αυτονομία της. Σε όποιο επίπεδο δραστηριότητας έχει κατακτήσει αυτήν την αυτονομία. Σε επίπεδο της κουλτούρας της; Στο επίπεδο της ηθικής της; Των εσωτερικών της κοινωνικών της σχέσεων; στην αυτονομία των πολιτικών της αποφάσεων; η αυτοργανωμένη κοινότητα απαιτεί χειραφετημένους ανθρώπους. Και κανείς δεν μπορεί να είναι ολοκληρωτικά χειραφετημένος, αν δεν έχει μέσα του την επίγνωση του πολέμου. Και στη δική μας την περίπτωση, μια αυτοργανωμένη κοινότητα που ωριμάζει και μεγαλώνει μέσα στο καπιταλιστικό υπάρχον, θα πρέπει να μπορεί να αντιλαμβάνεται ότι διαβιεί σε συνθήκη κοινωνικού πολέμου, όσο κι αν δεν το αισθάνεται. Και ακόμα κι αν έρχονται νέες γενιές, που χάνουν το νόημα αυτό, ότι δηλαδή οι κοινότητα βρίσκεται στο μέσο ενός πολέμου, θα πρέπει να καλλιεργούμε την πολεμική αρετή σαν να βρισκόμαστε στη δίνη του. Αυτή η ασκητική είναι που θα δώσει το μέτρο της ηθικής της ελευθεριακής διαβίωσης , και αυτή η ασκητική οφείλει να καλλιεργείται ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν ανοιχτά μέτωπα.
Δεν έχει καμία σημασία η υπεροπλία των αντιπάλων. Σημασία έχει η επίγνωση του πολέμου, και όλες εκείνες οι παραπέρα δυνατότητες που διανοίγονται μέσα από την καλλιέργεια μιας πολεμικά ειρηνικής προσωπικότητας.
Η ώρα της μεγάλης σύγκρουσης που είναι διαρκής…
Όπως έχουμε πει και πιο πριν, το σύστημα είναι στρατιωτικά σχεδόν ανίκητο. Κι όταν λέμε ανίκητο, εννοούμε ότι έχει σωρεύσει ένα τεράστιο κεφάλαιο γνώσης και τεχνολογίας για την αντιμετώπιση των αντιπάλων του, για κάθε περίσταση. Είτε ο εχθρός είναι συνασπισμοί κρατών και μάλιστα πυρηνικών, είτε είναι ένα κράτος, ενάντια σε μια απλή διαδήλωση ή μια εξέγερση.
Μια σύγκρουση ανάμεσα σε ένα κράτος και σε μια εξεγερμένη κοινωνική ομάδα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα καταλήξει με ήττα των δεύτερων, ακόμα κι αν αυτοί έχουν επιτύχει κάποιες μικρές στρατιωτικές νίκες. Αναγνωρίζοντας το συσχετισμό δυνάμεων, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν έχουμε τις δυνάμεις εκείνες να αντιπαρατεθούμε στο κράτος τους. Η επιλογή της σύγκρουσης, οφείλει να συμπεριλαμβάνει την εκτίμηση της ήττας και τις συνέπειες που αυτή φέρνει για το σύνολο των αγώνων.
Ένας συγκρουσιακός αγώνας, οφείλει να είναι τέτοιος όταν έχει προοπτική νίκης. Αλλιώς οι συνέπειες που φέρνει μια ήττα μπορεί να είναι πολλαπλάσια καταστροφικές. Η δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία εξαφάνισε κάθε υπόλειμμα της κοινωνικής επανάστασης στην Ισπανία του 1936, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που δεν απέμεινε ούτε ίχνος από εκείνους τους αγώνες. 40 χρόνια χούντας ήταν μεν αρκετά να εξαφανίσουν κάθε τι αναρχικό. Ως εκ τούτου, το κράτος έχει τη δυνατότητα με την βία του να επιβάλλει σιωπή και να εξαφανίσει όχι μόνο τον αγώνα, αλλά και την ιδέα ακόμα.
Συνεπώς στρατιωτικά όσοι επιδίδονται σήμερα σε συγκρουσιακές λογικές, πέρα από την όποια πολεμική καλλιέργεια αλλά και κουλτούρα ανυπακοής θα μπορούσε να προκύψει από αυτές, στην ουσία το αποτέλεσμα των συσχετισμών είναι αρνητικό. Κι αυτό γιατί όπως είπαμε και πιο πάνω, η δράση φέρνει αντίδραση, τα κοινωνικά ανακλαστικά συντηρητικοποιούνται, η καταστολή δικαιώνει την ύπαρξή της.
Όχι πως δεν έχουν υπάρξει ηρωικές παράλογα νικηφόρες στιγμές. Έχουμε ζήσει , «μέρες του Αλέξη», οι πιο παλιοί «τρελοί κι ευτυχισμένοι», «Χημείο», ανακατάληψη της Villa Amalias, ανακαταλήψεις αυτοργανωμένων χώρων, την επίθεση στη Σταδίου τη νύχτα της 12ης Φλεβάρη 2012, κλπ. Όμως σε κάθε περίπτωση αυτές είναι αποσπασματικές μικρές νίκες, που είχαν αξία όχι ως συνέχεια, αλλά ως τόνωση του φρονήματος και βεβαίωση της πεποίθησης πως τίποτε δεν είναι ανίκητο. Αρκεί να δουλέψουμε γι αυτό.
Κι αν υπάρχει μια δουλειά για να γίνει, αυτή είναι να δημιουργήσουμε τις δικές μας χαρούμενες κοινότητες, που με την αγριότητά τους και θα κρατούν ψηλά τη σημαία της αξιοπρέπειας απέναντι στη βία του κράτους, αλλά και θα εξαπλώνονται ως ελκυστικά αντιπαραδείγματα στον αγαπημένο εξάδελφο του μπάτσου, στη μάνα του αντισυνταγματάρχη, στο γιό του στρατηγού. Μια διαδικασία διάβρωσης δηλαδή που θα καταλαμβάνει όποιον ή όποια έχει ψήγματα ανθρωπινότητας μέσα του. Η επίθεση είναι στη “σχέση” όχι στη δύναμη.
Για τους παραπάνω λόγους αντιλαμβανόμαστε την επανάσταση σαν ένα συνεχές διακύβευμα, όπου η καλλιέργειά της καταλαμβάνει μία προς μία τις σχέσεις, ώστε να φτάσει η στιγμή να έχουμε διαβρώσει το υπάρχον με τέτοιους όρους ώστε να γκρεμιστεί στρατιωτικά σαν χάρτινος πύργος. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει να πιστεύουμε στη διαβρωτική δύναμη των ιδεών μας αλλά και κυρίως των πρακτικών μας που εκπορεύονται από αυτές, καθώς και να σπάσουμε τα στερεότυπα που κατατρέχουν τη σκέψη μας. Όλοι είναι ευεπίφοροι στα προτάγματά μας. Γιατί αυτά είναι φυσικά.
Ως εκ τούτων, «ο χρόνος της τυπικής κήρυξης του πολέμου» (αν κι έχει επέλθει άτυπα και συνειδησιακά για όλους τους αναρχικούς), – η σύγκρουση δηλαδή, δεν είναι σήμερα. Είναι εκείνος που το σύστημα θα είναι ένα κέλυφος, άδειο από σχέσεις, άδειο από περιεχόμενα, άδειο από συγκροτητικές δυνάμεις, και θα προσομοιάζει με τον χάρτινο πύργο. Καθώς και, το πεδίο του πολέμου δεν είναι σήμερα ο δρόμος, το χαράκωμα, ο οπλισμός και η επακόλουθη μάχη, αλλά οι σχέσεις μας και ο έρωτας των άλλων για τα προτάγματά μας. Να μας γουστάρουν δηλαδή.
Και για να μας γουστάρουν θα πρέπει να είμαστε όμορφοι μέσα από την εφαρμογή των αξιών μας και την καθαρότητα των ματιών μας.
Άρα, η σύγκρουση αναβάλλεται, μέχρι που ο έρωτας στον τρόπο, το ήθος, την ομορφιά των οραμάτων μας να κατακλύσει όσους έχουν ψυχή. Κι όταν γίνουμε οι πολλοί, κρατάμε τα κουμπιά του πολέμου. Κι όταν απομείνουν απέναντι οι αλλοτριωμένοι, τότε μόλις εμφανίσουν τα όπλα τους, εμείς πρώτοι θα εξαντλήσουμε την αγριότητά μας πάνω στα δηλητηριασμένα τους κορμιά. Να τελειώνουμε οριστικά με τη σαπίλα της ανθρώπινης ιστορίας. Πάμε για μια νέα ιστορία.
Δεν χρειάζονται άλλες θυσίες. Αρκετά ταλαιπωρηθήκαμε σαν κοινωνίες. Αρκετό αίμα και δάκρυα δώσαμε. Θα πρέπει να επικρατήσουμε με όρους οριστικής νίκης.