Σε μια εποχή που ήμουνα στα τρελά μου ντουζένια, με τη φωτιά να τρέφει τη νιότη μου, και ο «δρόμος» να είναι μια μαγική νυχτερινή μέθεξη, ένα βράδυ από αυτά τα ταραγμένα, κοιμήθηκα και ξύπνησα με έναν εφιάλτη. Είδα σε όνειρο τον εαυτό μου, να κλωτσάει και να χτυπάει δικαιολογημένα ένα παλιάνθρωπο στο φαρδύ κλιμακοστάσιο ενός μεγάρου γραφείων στο κέντρο της Αθήνας, και μάλιστα όπως τον χτυπούσα και χωρίς να το επιδιώξω, αυτός πέφτοντας πίσω άτσαλα, χτύπησε θανάσιμα.
Ξαφνικά αισθάνθηκα ένοχος αφού έζησα στο όνειρό μου, εκείνο το δευτερόλεπτο της ψυχής που φεύγει, του βλέμματος που αγωνιά, της ζωής που σταματά, το μοιραίο ερώτημα στα παγωμένα μάτια τ’ ανοιχτά μετά. Συγκλονίστηκα από το άδικο της απώλειας της ζωής και μάλιστα όντας εγώ ο αίτιος. Ένα συναίσθημα που εξέθετε ολοκληρωτικά, την όποια δικαίωση είχα δέρνοντάς τον πριν συμβεί το μοιραίο. Ξυπνώντας από τον εφιάλτη αυτό εξακολοθούσα να αισθάνομαι το ίδιο ένοχα. Σκέφτηκα ότι δε μπορεί,
σιγά σιγα και σε λίγες μέρες θα μου περάσει, αφού όνειρο ήταν και πάει…
Μετά από 28 χρόνια, δεν υπάρχει περιστατικό που να μου έχει τύχει, και να μην έχει μπει αυτός ο εφιάλτης, σα τρικλοποδιά στο θυμικό μου. Να με φρενάρει. Ακόμα και όταν μάλιστα δε θα έπρεπε. Ακόμα κι όταν πίστευα, ότι άδικα κάποιον δεν τον έδειρα. Πάντα ερχόταν αυτό το αίσθημα ενοχής, να δικαιώσει την αυτοσυγκράτησή μου, ιδιαίτερα όταν έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον αντίπαλο, πάντα να επανέρχεται αυτό το ενσταντανέ αυτού του αδικοχαμένου βλέμματος…
Υποβολή απάντησης