Ο ορθοπολιτικός δικαιωματισμός, είναι ένα ακόμη δύσπεπτο φρούτο, που διεκδικεί κι αυτός με τη σειρά του μερίδιο στη νομή της εξουσίας του νεοφιλελεύθερου μοντέλου εκμετάλλευσης.
Είναι σε όλους σεβαστό το δικαίωμα κάθε έμβιου όντος, στη φυσική κι ελεύθερη διαβίωση, αλλά και κάθε ανθρώπου, να διεκδικεί τα δικαιώματα που του αντιστοιχούν για την ισότιμη πρόσβαση στα αγαθά και τις ευκαιρίες που του αναλογούν, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για άνθρωπο με ειδικές ανάγκες, ή ιδιαιτερότητες που αντιμετωπίζονται με διάκριση. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από την όποια οργανωτική δομή διέπει μια κοινωνία, είτε κρατική εξουσιαστική, είτε αυτόνομη και α-κρατική.
Η έννοια του δικαιώματος
Η έννοια του πολιτικού δικαιώματος όμως, προσδιορίζεται ιστορικά μέσα από ένα νομικό πλαίσιο που η εξουσία έχει τα κλειδιά να χειρίζεται και να διαμορφώνει. Δηλαδή αφορά στο αίτημα για δικαιοσύνη από τα κάτω προς την εξουσία, η οποία κι εντέλει αποφασίζει για την αποδοχή ή όχι του δικαιώματος. Συναρτάται με την έννοια του πολίτη που διεκδικεί από το κράτος ένα δικαίωμα, κι εκείνο αποφασίζει αν θα ανταποκριθεί στην ένταξη του δικαιώματος στη δική του έννομη τάξη, όπως ακριβώς απονέμει την ιδιότητα του πολίτη. Άλλωστε και αυτή η έννοια του πολίτη συναρτάται με κάποια δικαιώματα που αυτός έχει. Συνεπώς, η έννοια του δικαιώματος, ενέχει τη σημασία της διεκδίκησής του προς κάποια εξουσία, λόγω ενός ελλειμματικού, αν όχι διαχωριστικού κοινωνικού και νομικού συστήματος, αλλά και της ικανοποίησής του, στα πλαίσια αυτού του αστικού φιλελεύθερου. Πρόκειται για μια σχέση που θεωρεί ως δεδομένη και σεβαστή την ύπαρξη εξουσίας, στην οποία απευθύνεσαι προκειμένου να ικανοποιήσεις την διεκδίκηση του δικαιώματος, που θεωρείς σωστό να ικανοποιηθεί. Συνεπώς η διεκδίκηση δικαιωμάτων, αφορά σε μια πρακτική που βρίσκεται στον αντίποδα των επαναστατικών αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων, κι απέχει παρασάγγας ως πολιτική λογική από τις επαναστατικές πολιτικές πρακτικές.
Το αστικό νομικό σύστημα και τα πολιτικά δικαιώματα
Το αστικό κράτος προέβλεψε και υλοποίησε μέσα στο νομικό του σύστημα, ένα πλαίσιο δικαιωμάτων των πολιτών, με βάση τις αρχές της ισότητας, της ελευθερίας και της αλληλεγγύης. Κι εδώ υπάρχει η αντίφαση. Αν και αυτό γενικό πλαίσιο αρχών είναι θεωρητικά δίκαιο, αυτοϋπονομεύεται από την ίδια τη βάση του γενεσιουργού του αιτίου, που δεν είναι άλλο από τα συμφέροντα της ίδιας της αστικής τάξης που το έπλασε. Αυτό συμβαίνει γιατί τα συμφέροντα, που αφορούν στις οικονομικές σχέσεις, αντανακλώνται και στις κοινωνικές σχέσεις. Ο ανταγωνισμός και η κυριαρχία, που καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις απαιτούν ώστε να επεκταθούν, έρχονται σε αντίθεση με τα δικαιώματα των πολιτών, στο βαθμό που η αναπαραγωγή των κυριαρχικών σχέσεων μιας καπιταλιστικής ταξικής οικονομίας, δε γίνεται να μην επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα στη βάση της ισότητας και της αλληλεγγύης. Η ανάγκη για κοινωνικές συναινέσεις στην αστική επανάσταση, αλλά και τα ίδια τα συμφέροντα της αστικής τάξης, οδήγησαν το μεταπολεμικό αστικό κράτος στη συμπερίληψη του σεβασμού των δικαιωμάτων των πολιτών ανεξάρτητα από τη ταξική τους θέση, γι αυτό άλλωστε κι αυτή η φαινομενική αντίφαση. Η εφαρμογή όμως του ταξικού φιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου και η εξουσιαστική κυριαρχία του αστικού κράτους, στη πράξη αναπαραγάγουν τη κυριαρχία μέσα στα κοινωνικά ήθη, και την προώθηση της καταπίεσης στα πιο αδύναμα κομμάτια της κοινωνίας, σε καθολικό βαθμό μιλώντας κοινωνιολογικά. Νομολογικά μιλώντας, σε γενικές γραμμές το αστικό δίκαιο, προβλέπει το σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών και την ισονομία, απαγορεύει δε τις διακρίσεις. Και αυτό είναι κυρίαρχο. Ας μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Η αστική έννομη τάξη αν και υποκριτικά, σέβεται τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα σε γενικές γραμμές, και ως πνεύμα και ως νόμος, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, όσο τουλάχιστον δε διακυβεύονται ισχυρότερα συμφέροντα.
Σε γενικές γραμμές επίσης, η κοινωνία είτε συναινετικά είτε βουλητικά, ακολουθεί το νόμο στη πλειοψηφία της. Η κυρίαρχη κοινωνική νοοτροπία, έστω και φαινομενικά, δείχνει να σέβεται τα δικαιώματα των μειονοτήτων, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές. Δεν υπάρχει κάποιο μαζικό φαινόμενο βιασμών. Ούτε μαζικές κοινωνικές ρατσιστικές εκδηλώσεις, τουλάχιστον όχι ακόμα. Οι ομοφυλόφυλοι αντιμετωπίζονται με σεβασμό όντας ενταγμένοι στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Οι όποιες έκνομες παρεκκλίσεις, αναγνωρίζονται σε γενικές γραμμές από τη κοινωνική έννομη συνείδηση ως τέτοιες, κι αποφεύγονται. Έτσι, οι φανερές παρεκκλίσεις, όπως το ρατσιστικό ή το έμφυλο, εντοπίζονται είτε, σε παραβατικές υπερβολές που καταστέλλονται, είτε σε λεκτικά ατοπήματα, ή αποσπασματικά βίαια περιστατικά. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μπορούμε να ισχυρισθούμε πως πρόκειται για μαζικό κοινωνικό φαινόμενο, ανάλογο αυτού της ναζιστικής Γερμανίας, ή της μακαρθικής Αμερικής, όπου οι διακρίσεις ήταν νόμιμες.
Η αναπαραγωγή της κυριαρχίας στο κοινωνικό πεδίο
Εκείνο όμως που αποτελεί μαζικό κοινωνικό φαινόμενο, αφορά στην αναπαραγωγή της κυριαρχίας ως συνέπεια των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων εξουσίας, και η διάχυσή της μέσα στις κοινωνικές σχέσεις, πράγμα που αποτελεί την πηγή των κοινωνικών διακρίσεων. Εννοώντας δηλαδή, την άτυπη αλλά ουσιαστική αναπαραγωγή εξουσίας μέσα στη κοινωνία από τον δυνατό στον αδύναμο. Τον εργοδότη στον εργαζόμενο-η γονέα, από το πατέρα ή τη μητέρα προς τον αντίστοιχο αδύναμο του ζεύγους, κι ο τελευταίος προς το παιδί, που θα εκτονώσει ως αγωγός τη πίεση προς το πιο αδύναμο συμμαθητή, ή εκείνον με το ειδικό πρόβλημα. Και όταν λέμε το ειδικό πρόβλημα εννοούμε όλα εκείνα τα προβλήματα διαχωρισμών που προκύπτουν από τη κυρίαρχη θρησκευτική, σεξουαλική, ή άλλη ιεραρχική ηθική. Με αυτό το τρόπο η αναπαραγωγή της κυριαρχίας οδηγεί στη διάκριση και καταλήγει στο κοινωνικό διαχωρισμό και κανιβαλισμό. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η κουλτούρα του ανταγωνισμού και της επίδειξης ανωτερότητας, είναι σε μεγάλο βαθμό εντυπωμένη μέσα στη κοινωνία. Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει την εκπαίδευση των νέων στη λογική της ανόδου στη κοινωνική ιεραρχία, και κατά συνέπεια της επιλογής του ρόλου του καταπιεστή αντί του καταπιεζόμενου στη κοινωνική κλίμακα. Μια κοινωνική νοοτροπία, δηλητηριασμένη από το ιεραρχικό και ταξικό τρόπο του συστήματος εκμετάλλευσης κι επιβολής, από όπου και πηγάζει. Αυτή η κοινωνική αναπαραγωγή καταπίεσης προκαλεί ένα σωρό προβλήματα ψυχολογικής φύσης κατά κύριο λόγο, οι όποιες τραγικές απολήξεις των οποίων, εκδηλώνονται ως έκνομη συμπεριφορά. Έτσι, η κορυφή του παγόβουνου συλλαμβάνεται από τα ραντάρ του νόμου. Μέσα στις κοινωνικές σχέσεις, η όποια διάκριση, ή βία μέσα στους τοίχους των σπιτιών είναι αφανής στο νόμο και τα όργανα του κράτους, αφού πρόκειται για ενδοκοινωνική διεργασία που αν δεν καταγγελθεί, είναι σα να μην υπάρχει. Πρόκειται για ένα ολόκληρο τοξικό φορτίο που προκαλείται από το σύστημα εκμετάλλευσης κι επιβολής, και διαχέεται στο κοινωνικό σώμα, που βρίσκει διεξόδους διαφυγής είτε μέσω της ακραίας εγκληματικότητας, είτε μέσα από το ανθρώπινο σώμα και τις ψυχογενείς ασθένειες, είτε μέσα από αναπροσανατολισμένες εκτονώσεις, εθιστικές πρακτικές, ψυχολογικά προβλήματα, και άλλα. Θα μπορούσαμε να γράψουμε ένα ολόκληρο βιβλίο προβλημάτων που αποτελούν συνέπειες ενός καταπιεστικού και χωρίς διέξοδο τρόπου ζωής. Όμως όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν την έννομη τάξη, άσχετο αν στη κοινωνία σιγοβράζει μια συνθήκη τακτοποιημένης ζούγκλας. Πρόκειται για συμπεριφορές και στάσεις ζωής οι ψυχολογικές επιβαρύνσεις των οποίων μάλιστα, συνήθως υποβοηθάνε το σύστημα, το τρέφουν και δεν το αμφισβητούν.
Στο άμεσο μέλλον όμως, πιστεύω ότι το φαινόμενο της αναπαραγωγής των κυριαρχικών σχέσεων μέσα στη κοινωνία θα πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Όσο αναπτύσσεται ο οικονομικός ανταγωνισμός, η αυστηρότητα ως λιτότητα και η ανέχεια, τόσο θα διαρρηγνύεται η κοινωνική αλληλεγγύη. Όσο αναπτύσσεται η κυριαρχία και καταστολή τόσο θα τροφοδοτείται η βία και η επιθετικότητα. Όσο νομοθετώνας η εξουσία σφίγγει ο κλοιός , τόσο θα χάνεται η ευθύνη, και η ενσυναίσθηση. Όσο αναπτύσσεται ο κοινωνικός εκφασισμός, τόσο η κουλτούρα του σεβασμού θα συρρικνώνεται, αφού στη κουλτούρα του φασισμού υπάρχει η ανυποληψία της ίδιας της ζωής και της προσωπικότητας. Ο κοινωνικός εκφασισμός θα εγκαλεί στην αναγκαιότητα ολοένα και μεγαλύτερης καταστολής, και συνεπώς δικαίωσης του κράτους στη κοινωνική συνείδηση. Κι εδώ το σημείο για εμάς τη κοινωνία είναι πια οριακό και γι αυτό κομβικό. Η κοινωνία λοιπόν είναι ο φορέας όπου αναπτύσσονται οι διακρίσεις, με τρόπο άτυπο και ατελή. Στο κοινωνικό πεδίο εκτονώνονται, όλες οι πιέσεις που πηγάζουν από το σύστημα εξουσίας –εκμετάλλευσης, ανεξάρτητα από το προσωπείο μιας δικαιϊκής νομιμότητας που καταστέλλει το εκδηλωμένο σύμπτωμα και όχι τη πηγή του. Και πως θα μπορούσε άλλωστε!
Προσδιορίζοντας το πρόβλημα των κοινωνικών διακρίσεων. Δικαίωμα, δικαιωματισμός και οι ουσιαστικοί αγώνες
Αν λοιπόν, δε μιλάμε για την ολιστική ανατροπή συστήματος και της κυρίαρχης κουλτούρας του, που για εμένα είναι η μόνη λύση, τότε μιλάμε για τη μερική αντιμετώπιση αυτού που ορίζουμε ως πρόβλημα. Και ο αστικός νόμος ορίζει ως πρόβλημα αυτό που εκδηλώνεται ως παραβατική αντικοινωνική συμπεριφορά, και το ποινικοποιεί. Για να έχει λοιπόν μια βασιμότητα η διεκδίκηση δικαιωμάτων των αδύναμων ομάδων, θα πρέπει να μπορέσουμε να προσδιορίσουμε το μέτρο εκείνο που συνιστά πρόβλημα η όποια καταπιεστική συμπεριφορά. Και το μέτρο αυτό αφορά στην εκδήλωση της συμπεριφοράς. Δε μπορεί να αφορά στη πρόθεση ούτε στη κουλτούρα. Καλώς ή κακώς η εκδήλωση δεν είναι παρά η απόληξη ενός φαινομένου. Ενός φαινομένου που υπάρχει χωρίς εκδήλωση, αλλά υπάρχει και ως εκδήλωση χωρίς καταγγελία. Άλλωστε σε κάθε είδος εντοπισμένης παράνομης συμπεριφοράς της αντιστοιχεί κι ένα ποσοστό αφανούς παραβατικότητας που ισχύει για κάθε είδους αδίκημα. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ενίσχυση της κουλτούρας των διαχωρισμών, η ενίσχυση της κουλτούρας των βίαιων συμπεριφορών απέναντι στους αδύναμους, θα αναδεικνύει όλο και περισσότερα περιστατικά. Όσο το καζάνι θερμαίνεται και βράζει όλο και πιο έντονα, τόσο τα εντοπισμένα περιστατικά θα αυξάνονται στατιστικά, και η καταστολή θα κάνει τη δουλειά της, βασισμένη στον αστικό νόμο περί δικαιωμάτων.
Αν λοιπόν δεχθούμε την οπτική των όψιμων υπέρμαχων των δικαιωμάτων, που καταγγέλλουν τη κοινωνική κουλτούρα, ζητώντας από την πολιτική εξουσία να λάβει μέτρα, η απάντηση είναι ότι η αστική έννομη τάξη δε μπορεί να κάνει τίποτε άλλο, πέρα από τη παρανομοποίηση και τη καταστολή. Και πως θα μπορούσε να παρανομοποιήσει τη κουλτούρα; Πως θα μπορούσε να καταστείλει τη κοινωνική νοοτροπία; Πως τα λεκτικά ατοπήματα; Πως τη πρόθεση για έγκλημα; Κι αν δεχθούμε ότι η έννομη τάξη επεμβαίνει και σε αυτά, γιατί να μην επέμβει και σε άλλα ζητήματα που αφορούν στην αναπόδεικτη πρόθεση, στη κουλτούρα, στη πολιτική σκέψη, στην έκφραση αντίθετης με τη λειτουργία του άποψης και πρακτικής; Καταλαβαίνουμε λοιπόν σε πόσο ολοκληρωτικούς ατραπούς οδηγείται ένα δικανικό σύστημα αν κι εφόσον εισακουσθούν οι όποιες κραυγαλέες οιμωγές περί δικαιωμάτων. Αντί να επιδιώκουμε τη κοινωνική απελευθέρωση, επιτυγχάνουμε την όλο και μεγαλύτερη υπαγωγή. Συνεπώς αδυνατώ να καταλάβω το παραλήρημα των κραυγαλέων δικαιωματιστών, που ονομάζονται έτσι εξαιτίας ακριβώς αυτής της συνθήκης. Δηλαδή, την επιλογή για προβολή ως κεντρικού κοινωνικού ζητήματος, ενός αποσπασματικού αλλά και επιλυμένου νομικά και δικαιωμένου ηθικά, πολιτικού δικαιώματος. Γι αυτό και όσοι προχωρούν σε αυτή την υπερβολή, ιδιαίτερα μη καταδεικνύοντας το πραγματικό ζήτημα της κοινωνικής αναπαραγωγής των διακρίσεων από μια ιεραρχική από τη φύση της πραγματικότητα, «δικαιωματίζουν», «κάνουν πως», «τείνουν να», πολεμούν για τα δικαιώματα των ομάδων τους. Διυλίζουν υποκριτικά το κώνωπα, και καταπίνουν τη κάμηλο. Αναδεικνύουν ως κεντρικό το σύμπτωμα, και αγνοούν τα αίτια.
Αντίθετα και σε καμία περίπτωση δεν εννοούμε εκείνους τους αγωνιστές, που στη πραγματική βάση του προβλήματος που υφίστανται, κάνουν ότι είναι δυνατόν ακόμα κι απευθυνόμενοι στα κέντρα εξουσίας, προκειμένου να βελτιώσουν τους όρους της ζωής τους, και την πλήρη απάλειψη των διακρίσεων σε βάρος τους. Άλλωστε είναι εξαιρετικά σημαντικό για τους ανθρώπους αυτούς που υφίστανται διακρίσεις η όποια νομική προστασία, από τις αναπαραγωγές εξουσίας που εκφράζονται ως διάκριση. Σε γενικές γραμμές και μιλώντας για τη Ευρωπαϊκή νομοθεσία, τα δικαιώματα προστατεύονται. Τα προβλήματα είναι μερικά και αποσπασματικά, και οφείλονται στη παλαίωση του νομικού πλαισίου, που ενίοτε επικαιροποιείται κι εφαρμόζεται. Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να συμπαραστεκόμαστε στον αγώνα όσων παλεύουν για ισότιμη πρόσβαση σε κάθε αγαθό ή υπηρεσία, είτε δημιουργώντας τις ορθές προϋποθέσεις για τη δημιουργία της ισότιμης συνθήκης, είτε διασφαλίζοντας τους ίδιους όρους αντιμετώπισης. Η στάση μας απέναντι στο πιο αδύναμο, είτε είναι ο άνθρωπος, είτε είναι ένα ζώο, είτε είναι η φύση η ίδια, ήταν είναι και θα είναι προστατευτική και αλληλέγγυα στον αγώνα που αυτά αφορούν.
Τέτοιου είδους ζητήματα, και ειδικά κοινωνικών αδικιών, οφείλουμε να τα αντιμετωπίζουμε συναρτώμενα με τις αιτίες που τα γεννούν, αν πραγματικά θέλουμε να αλλάξουμε τους όρους διαβίωσης σε ισότιμη για όλους βάση. Εντοπίζοντας τα αίτια της ύπαρξης κοινωνικών διακρίσεων, διαπιστώνουμε ότι αυτές είναι σύμφυτο φαινόμενο μιας ιεραρχικά αναπαραγόμενης κοινωνικής καταπίεσης κι εκμετάλλευσης. Οι πιο αδύναμοι είναι και ο τελικός αποδέκτης όλων, και χρήζουν της προστασίας μας, μέχρι τουλάχιστον να αναιρέσουμε την κάθετη ιεραρχική συνθήκη, που προκαλεί διακρίσεις. Ολόκληρη η κοινωνία, αλλά και οι ομάδες που εστιάζουν στην υποστήριξη κοινωνικών υποσυνόλων που υφίστανται διακρίσεις, οφείλουν να εργάζονται συλλογικά στη κατεύθυνση της κατάργησης των διακρίσεων, και κυρίως των αιτίων που τις προκαλούν. Φυσικά κι έχει νόημα, η ύπαρξη συλλογικοτήτων που ειδικεύονται στα μερικά θέματα που τις απασχολούν προνομιακά. Έχει όμως ακόμα πιο μεγάλο νόημα, όταν συνδέουν διαλεκτικά τα ειδικά θέματα, με το ευρύτερο συνολικό. Από τα κάτω, και γνωρίζοντας ότι ο μοναδικός τρόπος οριστικής κατάργησης των κοινωνιών διακρίσεων, είναι η κατάργηση της αναπαραγωγής εξουσίας από το δυνατό στον αδύναμο. Ένας αγώνας ολιστικός, συνδεδεμένος με τη συνολική κοινωνική απελευθέρωση και χειραφέτηση.
Πραγματικότητα και συνέπειες
Η αποκοπή του φαινομένου των διακρίσεων από τα αίτια γένεσης και αναπαραγωγής του, σε συνδυασμό με την ανάδειξή του από την ίδια τη πολιτική εξουσία ως πρόβλημα κοινωνικών σχέσεων, προάγει τη μερικοποίησή του και την ξεκομμένη αντιμετώπισή του, από την ίδια την εξουσία που το καλλιεργεί. Πρόκειται γι αποσπασματική αντιμετώπιση. Η εξουσία όχι μόνο αποδέχεται το πρόβλημα αλλά το ανάγει σε μείζον, και αναλαμβάνει να το επιλύσει, με τον τρόπο που ξέρει αυτή, την νομιμοποίηση και αντίστοιχα ποινικοποίηση και καταστολή, συμπεριφορών. Αγνοεί τα γενεσιουργά αίτια, αντιπαρέρχεται τη συνθήκη της εκτροφής κι αναπαραγωγής του, και δημιουργεί άλλοθι δικαιοσύνης νομιμοποιώντας τον εαυτό της, παίρνοντας το ρόλο του «προστάτη των αδυνάτων», στη συνείδηση των υπηκόων. Ταυτόχρονα, διαμορφώνει πολιτικές που επιβάλλουν ορθές συμπεριφορές και στάσεις. Θεσμοθετεί γενικές γραμματείες στα υπουργεία, και παρακολουθεί την ευθυγράμμιση στο νόμο, ποινικοποιώντας τις όποιες παρεκκλίσεις. Ταυτόχρονα, δομείται αντιπολίτευση και «αντίπαλα» στρατόπεδα ενισχύοντας έτσι το κοινωνικό κανιβαλισμό, δίνοντας λόγο ύπαρξης στις δύο αντίπαλες πλευρές, επιβεβαιώνοντας το «διαίρει και βασίλευε». Ήδη έχουν τοποθετηθεί διάφορα νεοφιλελεύθερα συντηρητικά κρυπτοφασιστικά think tanks, που εκμεταλλευόμενα την ολοένα και μεγαλύτερη δυσφορία που προκαλεί η εξουσιαστική επέκταση, καταπολεμούν το δικαιωματισμό, όχι βέβαια γι αυτό που είναι, αλλά για τα διακυβεύματα που υποστηρίζει, αρπάζοντας την ευκαιρία που τους δίνει η στρεβλή οπτική του. Στη πραγματικότητα η ετερονομία θριαμβεύει σε βάρος της ενδοκοινωνικής αυτορρύθμισης ή κι επιμόρφωσης ακόμα, σε βάρος της καλλιέργειας κουλτούρας σεβασμού προς τον αδύναμο, όπως θα μπορούσε να είναι σε μια κοινωνία ίσων. Με τη νομοθέτηση κανόνων ορθής συμπεριφοράς από την εξουσία, η επιβολή εισβάλλει ακόμα περισσότερο στο προσωπικό πεδίο, «δικαιώνει» από τη μία κοινωνικά υποσύνολα, αλλά αφαιρεί από όλους τη προσωπική ευθύνη και το αυτεξούσιο, και γίνεται το επαχθές για τη κοινωνία πρόσωπο μιας κατά τα άλλα δίκαιης διεκδίκησης, όπου το κράτος θριαμβεύει δικαιωμένο από την «ορθή πολιτική». Και η ορθή πολιτική, ακόμα κι αν αφορά λεκτικά ατοπήματα (κανείς δεν απαγορεύει στην εξουσία να την επεκτείνει και στις συμπεριφορές), είναι φαινόμενο νομοθέτησης μιας ετερόνομης κοινωνίας, μιας κοινωνίας που το νομικό πλαίσιο φτιάχνεται από τους επικυρίαρχούς της και όχι από την ίδια…
Σε αυτή την αντιμετώπιση, έρχονται οι «πρόθυμοι» δικαιωματιστές , να αρπάξουν την ευκαιρία της δικής τους προσωπικής ανέλιξης, ενσαρκώνοντας το ρόλο που το σύστημα τους επιφυλάσσει. Διάφοροι γραφικοί τύποι των κοινωνικών δικτύων, που καμία σχέση δεν έχουν με τις συλλογικές διαδικασίες και την οργάνωση του αγώνα, αναλαμβάνουν να εκπροσωπήσουν κραυγαλέα και για λογαριασμό όλων, τα δικαιώματα της «δικής» τους ομάδας. Κάθε επί μέρους δικαιωματική ομάδα, ανεξάρτητα από τις συλλογικές της διαδικασίες, τους πραγματικούς εκπροσώπους της, τα ουσιώδη αιτήματά της, «χάνεται» πίσω από γραφικά άτομα που βολεύει τη στερεοτυπική ανάγκη του εσμού των ΜΜΕ, αλλά και του χαυνωμένου κοινού. Για εμάς όλους τους καταναλωτές ευκολίας, η κάθε ειδική ομάδα έχει και τη «περσόνα» της. Το διαδίκτυο γίνεται το πεδίο ανάδειξης, μέσω της κραυγαλέας προσπάθειας απόσπασης της προσοχής του φιλοθεάμονος κοινού. Όταν αυτή επιτευχθεί, ακολουθεί η σταδιακή ένταξη σε κάποιο κομματικό σχηματισμό, που ως τέτοιος εξυπηρετεί συνήθως τα πολιτικά σχέδια. Οι θέσεις εξουσίας, βουλευτής, υπουργός, γραμματέας στην αρμόδια θέση, είναι μαζί με τη συνεχή προβολή, οι απώτεροι στόχοι των «προθύμων» δικαιωματιστών. Καριέρα, ανέλιξη, προβολή.
Ομάδες έρευνας χρηματοδοτούμενες στα πλαίσια της «εταιρικής ευθύνης», που εστιάζουν στα ειδικά προβλήματα των κοινωνικών υποσυνόλων, αναλαμβάνουν να αναδείξουν το πρόβλημα. Στατιστική καταγραφή ογκωδέστατων αριθμών και στοιχείων σε πλανητικό επίπεδο, που να «δικαιολογούν» τη λήψη μέτρων, ανεξάρτητα από το αν το πρόβλημα αφορά τη χώρα που εδρεύουν. Δικαιωματιστές που αναδεικνύουν το μερικό πρόβλημα ως κεντρικό, χτίζουν κάστρα υπεράσπισης και κραυγάζουν καταγγέλλοντας το επουσιώδες ως κύριο πρόβλημα, προκειμένου η δική τους ατζέντα να βρίσκεται στο επίκεντρο της αγοράς των ευαίσθητων καταναλωτών. Άμβωνες ξιφούλκησης και στοχοποίησης όσων αμφισβητούν το μέγεθος της σημασίας του προβλήματος, ακόμα και όσων το θεωρούν δευτερεύον, ή το αντιλαμβάνονται αιτιοκρατικά και ορθολογικά. Ουσιαστικά χάσιμο κάθε πιθανότητας λογικής επεξεργασίας, αλλά και ιεράρχησης της αναγκαιότητας επίλυσης του προβλήματος. Κάστρα -μαγαζάκια, εμπορίας του αγώνα, που διαγκωνίζονται ποιος θα πρωτοπάρει θέση πρωταγωνιστή, έστω και για λίγες μέρες στο θεαματικό, αλλά και κυρίως πολιτικό εξουσιαστικό σκηνικό.
Ο ορθοπολιτικός δικαιωματισμός, είναι βαλβίδα αποσυμπίεσης, ενός απάνθρωπου δυστοπικού ολοκληρωτικού συστήματος, που θέλει να δικαιώνεται ηθικά, μέσα από τη επιβολή. Ένα σύστημα που παραμένει σταθερό ως προς τις δομές και τον τρόπο λειτουργίας του, και που αναδεικνύει δήθεν ως «ανατρεπτικές» τις lifestyle γραφικές παρεκκλίσεις. Μια «ανεκτικότητα» που αποδέχεται επιφανειακές θεαματικές υπερβολές και ακρότητες, ατενσιοχοριλίκια, κι εντερεπρενιλίκια, γραφικών τύπων, και οτιδήποτε άλλο μπορεί να πουλήσει τη «διαφορά», χωρίς να διακυβεύεται το ίδιο το σύστημα. Το σύστημα, αφομοιώνει τις όποιες αποχρώσεις του κοινωνικά «αδικημένου διαφορετικού» δείχνοντας ότι είναι ελεύθερο, ενώ στη πραγματικότητα ευθυγραμμίζει το διαφορετικό στη δική του νόρμα. Αφομοιώνει τις όποιες δυσαρέσκειες συσσωρεύονται στις μάζες, ικανοποιώντας τες και διοχετεύοντάς τες στο νόμο και την εφαρμογή του. Απαγορεύει τις παρεκκλίσεις από αυτόν το νόμο, αναδεικνύοντας τον ολοκληρωτικό του χαρακτήρα. Επιβάλλει την ευθυγράμμιση στις ράγες του δικού του νόμου. Ο ορθοπολιτικός δικαιωματισμός, είναι συστατικό του συστήματος κυριαρχίας, που αναζητά άλλοθι δικαίωσης της επιβολής του.
Υποβολή απάντησης