Έχει ξεκινήσει ένας διάλογος σχετικά με τη μήνυση του Α.Π. ενάντια στη τρομοκρατική για τους βασανισμούς, και στο κατά πόσο αυτή είναι σύννομη με τις αξίες και τα προτάγματα. Απαντώντας άμεσα θα έλεγα ότι θα πρέπει να διαχωριστεί το πρόσωπο από τη συλλογικότητα. Θεωρώ σωστό και μάλιστα ο Α.Π. να κάνει τη μήνυση, και η Μασόβκα να στηρίξει. Δεν έχει καμιά δουλειά η αναρχική συλλογικότητα, να κάνει μηνύσεις, γιατί ειπώθηκε και αυτό.
Όμως για κάποιον «καθαρό», ο Άρης παραβαίνει τις αρχές του. Από πού κι έως που ένας αναρχικός κάνει μήνυση στο κράτος; Αυτή είναι μια εύλογη απορία, αφού έχουμε «παράβαση αρχών».
Αλλά κι από την άλλη έρχεται σαν απάντηση το άλλο ερώτημα: τι είναι αυτό που κάνει έναν αναρχικό που ζει στη σημερινή κοινωνία «ολοκάθαρο» στη συνέπεια αρχών και έργων. Γιατί αν όλοι μας κάνουμε μια αυτοκριτική, θα ανακαλύψουμε ότι κανένας από εμάς δεν είναι «καθαρός», όσον αφορά τη συνέπεια αρχών και έργων στη καθημερινή του ζωή, ακόμα και ιδιαίτερα όταν αυτή έχει να κάνει με την επαφή του με τις αρχές της δημόσιας κρατικής διοίκησης, ένα δικαστήριο, τη κρατική γραφειοκρατία, μια άδεια, μια τροχαία, την έκδοση ταυτότητας κι ένα κάρο άλλα.
Καλώς ή κακώς ζούμε σε ένα περιβάλλον που απέχει από τις αρχές μας. Ή θα πρέπει λοιπόν να κλειστούμε σε ένα μοναστήρι να κρατήσουμε τη καθαρότητά μας (πράγμα που ως ένα βαθμό γίνεται κατά κάποιο δικό μας τρόπο…), ή θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι έχουμε ένα δισυπόστατο εαυτό. Αυτόν του αναρχικού αγωνιστή, αλλά και ταυτόχρονα αυτό του πολίτη μιας αστικής δημοκρατίας.
Η δεύτερη αυτή ταυτότητα εμπεριέχει, εκτός από τις αναγκαστικές προϋποθέσεις της νομιμοφροσύνης στη καπιταλιστική νομιμότητα, και νομικά δικαιώματα που σου δίνουν κάποιες δυνατότητες, είτε ως άτομο είτε ως πολιτικό υποκείμενο. Δικαιώματα και δυνατότητες που δεν υπάρχουν σε δικτατορικά καθεστώτα, και που πολλά από αυτά κατακτήθηκαν με κοινωνικούς αγώνες. Κι εδώ αρχίζει κι αποκτά μια κάποια σημασία το τι προτιμάς: ένα καθεστώς τύπου Φράνκο, όπου ο ήλιος της αναρχίας έσβησε από λεπίδι και φωτιά, για σαράντα χρόνια; Τις αποχρώσεις του βαθύγκριζου -όπως οι «δημοκρατίες» τύπου Όρμπαν, τη μπατσοκρατία Μητσοτάκη, κτλ, ή μια «αστικοδημοκρατία» δυτικού τύπου κλασσικής μορφής, όπου θα μπορείς να έχεις χώρο να εκφραστείς τουλάχιστον, και να κολλήσεις δυο αφίσες και να επικοινωνήσεις τις ιδέες σου χωρίς να σε συλλαμβάνουν; Υπάρχουν λοιπόν αποχρώσεις, που δε καταλαβαίνω γιατί δε τις βλέπουμε, αφού αυτές οι αποχρώσεις εξουσίασης, επηρεάζουν προς το θετικό τη καθημερινότητά μας, πολιτική και κοινωνική, και δεν επηρεάζουν τη πολιτική μας θέση, ή το μέγεθος της απέχθειάς μας προς το κράτος και το κεφάλαιο.
Αυτές τις δυνατότητες αν θέλεις τις επιλέγεις, αν δε θέλεις δε τις επιλέγεις. Για εμένα λοιπόν, θα ήθελα και τα δύο. Και μια σαφή ταυτότητα προτάσσοντας τα δικά μου προτάγματα, με κύριο επίδικο τον αγώνα μου για μια ανεξούσια κοινωνία. Και μια ανεκτική αστικοδημοκρατία για τη καθημερινότητά μου, αλλά και τον αγώνα μου, ώστε και να μπορείς να τραβάς τη πολιτική διελκυστίνδα προς τη κατεύθυνση των οραμάτων μου. Να επικροτείς αποφάσεις που βοηθούν τη δική σου κατεύθυνση, και να μάχεσαι αυτά που αίρουν τα δικά σου αξιακά και πολιτικά επίδικα. Που είναι το κριτήριο;
Για μια αναρχική συλλογικότητα «εν αρχή ήν» η ταυτότητα. Φτιάχνουμε τη ταυτότητά μας. Σε τέτοιο βαθμό που δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις ως προς τις ιδεολογικές και πολιτικές της επιδιώξεις. Καθαρή ταυτότητα στη συλλογικότητα, καθαρός ιδεολογικά αγώνας, χωρίς ρεφορμιστικές ή υποκρυπτόμενες όσον αφορά στα μέσα λογικές. Πολιτική στήριξη αιτημάτων κοινωνικών ομάδων.
Για τα άτομα: Είμαστε ως άτομα αναρχιστές. Δε ζούμε σε αναρχική κοινωνία, οπότε δεν είμαστε αναρχικοί. Γι αυτό και ως αναρχιστές, μας ενδιαφέρουν και τα δύο. Και ο αγώνας για την επαναστατική προοπτική που είναι και το κύριο, αλλά και η διαχείριση των δυνατοτήτων και της καθημερινότητας, με τρόπο προσανατολισμένο στη κατεύθυνση των δικών μας οραμάτων.
Η επάνοδος της νεοδεξιάς μετά τις τελευταίες εκλογές, αποδεικνύεται μια πολιτική οπισθοδρόμηση τη δεκαετία του ’50. Κάθε μέρα αποδεικνύει πόσο ανίκανη αλλά και γι αυτό πολύ επικίνδυνη είναι. Δύο χαρακτηριστικά στοιχεία που δημιουργούν έναν ιστορικά μοιραίο ζόφο.
Η επαναφορά του φακέλου της Μαρφίν στο προσκήνιο είναι ο τελευταίος κρίκος μιας σειράς πρακτικών, μια μεθόδευση που επιβεβαιώνει όλο και περισσότερο αυτό που φοβόμουν από πριν από τις εκλογές, δηλαδή πογκρόμ με βάση το ιδεολογικό στίγμα. Ξεκίνησε με τις αναφορές του φασίστα συνδικαλιστή μπάτσου Μπαλάσκα, να μιλάει προεκλογικά για ιδιώνυμο στους αναρχικούς, προχώρησαν με την άλωση των καταλήψεων και την απαγόρευση των συγκεντρώσεων. Τις τελευταίες ημέρες βλέπω κλιμάκωση του σχεδιασμού, με τα τρολάκια τους στο διαδίκτυο να ανεβάζουν αναρτήσεις προπαγανδιστικής προετοιμασίας της κοινής γνώμης όπως αυτή που βλέπετε από πάνω, ή τη φράση του «λαγού» τους Κασιδιάρη στη διαδικτυακή εκπομπή που κάνει από το Κορυδαλλό(!), που μίλησε περί «σχεδίου διάλυσης του εθνικού ιστού της χώρας», αλλά και με τις προ ημερών δηλώσεις του Κυρανάκη που ποινικοποίησε τη πολιτική ταυτότητα του θύματος θρασύδειλης αστυνομικής βίας στη Ν. Σμύρνη. Είναι προφανές ότι ετοιμάζουν με αφορμή τη Μαρφίν κάποια σκευωρία.
Η δεξιά έχει συμπήξει αραγές μέτωπο αφού από τη μια το αστυνομικό κράτος στέργει τους χρυσαυγίτες προσλαμβάνοντάς τους για ειδικούς φρουρούς, και από την άλλη εκτελεί νεοφιλελεύθερες πολιτικές καταβαράθρωσης των εργατικών κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Αυτή η επίθεση δημιουργεί την ανάγκη συσπείρωσης των αγωνιζόμενων κομματιών, ιδίως αυτών που αγωνίζονται απέναντι στο κράτος, αλλά και ευρύτερων κομματιών. Δημιουργεί την ανάγκη μιας ευρύτερης κοινωνικής συσπείρωσης με το αγωνιζόμενο κομμάτι. Είναι κρίσιμο για όλους μας, η απάντηση με ένα ευρύτερο κοινωνικό μέτωπο, χωρίς απαραίτητα να απαιτούνται ταυτοτικές αξιακές υποχωρήσεις, από όλα τα κομμάτια εκείνα που βλέπουν και δεν ανέχονται αυτή τη ζοφερή προοπτική. Δεν είναι καιρός για διαφοροποιήσεις. Ο στόχος είναι να φύγουν από την εξουσία όσο είναι καιρός και πριν η καταστροφή γίνει ανεπίστρεπτη. Όταν γίνει αυτό, ο καθένας ας τραβήξει το δρόμο του.
Πρέπει να έρθει γρήγορα η ώρα, που θα κατεβαίνουμε κατά εκατοντάδες χιλιάδες στο δρόμο. Τότε θα είναι η δική μας ώρα που θα χτυπήσουμε το χέρι στο τραπέζι και θα λέμε: « όταν μιλάμε εμείς εσείς θα χαλαρώνετε»
Υποβολή απάντησης