Οι συγκεντρώσεις για τα Τέμπη, ο «χώρος» και το «μετά».

Oι συγκεντρώσεις για τα Τέμπη στη συγκεκριμένη πολιτική και κοινωνική συγκυρία αποτελούν όχι μόνο μια ρωγμή στην μεταπολιτική κανονικότητα της αντιπροσώπευσης, αλλά κι ένα παράθυρο ευκαιρίας, για τις κινηματικές δυνάμεις της αυτοργάνωσης για την κοινωνική χειραφέτηση από το κράτος και το κεφάλαιο. Αν και κατά πόσο θα μπορούσαμε να ανοίξουμε αυτό το παράθυρο είναι ένα ζητούμενο, αλλά κι έως που μπορούμε να μπούμε είναι ένα άλλο που έχει να κάνει με το ζήτημα της συνέπειας μέσων και σκοπών. Η αλήθεια είναι πως η επικαιρότητα των Τεμπών δείχνει μια ρήξη μεν, αλλά τα επίδικά της δεν συνάδουν με αξιακά αλλά και μεθοδολογικά εργαλεία του «χώρου» κάνοντάς τα ασύμβατα. Οπότε, και σε αυτή την προβληματική οφείλει να ανοίξει ένας ενδοκινηματικός διάλογος, έτσι ώστε με νέες ιδέες, να παράξει στρατηγικές και τακτικές που θα εμβαθύνει τις παρεμβάσεις δίνοντας απαντήσεις στο επιτακτικό «τώρα» της επικαιρότητας, γειώνοντας ταυτόχρονα ένα όραμα στη βάση ενός σχεδίου που προοπτικά θα βοηθήσει το κίνημα να προοδεύσει.

Σε αυτήν την κατεύθυνση κατατίθεται αυτός ο προβληματισμός, ώστε να βοηθήσει να απαντηθούν δύσκολα επίδικα με αφορμή την τωρινή συγκυρία. Έτσι, για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε σωστά τη συνθήκη «μετά τα Τέμπη», θα πρέπει πρώτα να μπορέσουμε να δούμε καθαρά το φαινόμενο των τόσο μεγάλων συγκεντρώσεων, τα προφανή αλλά και τα υποκρυπτόμενα περιεχόμενά τους.

Οι συγκεντρώσεις με τα χαρακτηριστικά τους

Οι δύο συγκεντρώσεις για τα Τέμπη διέφεραν από όλες τις προηγούμενες συγκεντρώσεις των τελευταίων χρόνων όχι μόνο για τον μεγάλο τους όγκο, αλλά και για το ποιοι ήταν αυτοί οι «πάρα πολλοί» που ήρθαν για πρώτη φορά μετά από χρόνια -αν όχι από… ποτέ. Αυτή τη φορά στις συγκεντρώσεις εκτός από τα γνωστά ενεργά πολιτικοποιημένα κοινωνικά κομμάτια και τους φίλους τους, το μεγαλύτερο κομμάτι του συγκεντρωμένου πλήθους αποτελούνταν από ανενεργά  πολιτικά, μορφωμένα, μεσαία και μικρομεσαία στρώματα και πάνω από όλα τα προηγούμενα, από γονείς.

Αυτονόητα επίδικα αυτών των στρωμάτων είναι ο εξορθολoγισμός του κράτους, το “κράτος δικαίου” και η ισονομία. Η Καρυστιανού είναι η προσωπικότητα εκείνη με την οποια ταυτίζονται ταξικά και κυρίως γονεϊκά. Οι πιο προβεβλημένοι «γονείς των Τεμπών» έχουν όλα τα χαρακτηριστικά με τα οποία προσομοιάζουν στην καθημερινότητα του μορφωμένου μεσοαστού, εικόνα με την οποία ταυτίζεται η συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων και γι αυτό παρακινούνται να αφήσουν τις καθημερινές τους υποχρεώσεις για να συμμετάσχουν ταυτιζόμενες και ταυτιζόμενοι ως γονείς, στα αιτήματα των συγγενών: τιμωρία των υπευθύνων, δικαιοσύνη-ισονομία, εξορθολογισμένο «κράτος δικαίου», σύγχρονες υποδομές, κι έλεγχος της εξουσίας.

Συνεπώς η γονεϊκή σχέση είναι σημείο τομής το οποίο εγείρει κάθε γονέα που έχει τη στοιχειώδη ευαισθησία να μπει στη θέση των συγγενών. Οι συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών αποκαλύπτουν το έγκλημα, που αμφισβητεί και καταρρίπτει  το εμπεδωμένο αστικοδημοκρατικό φαντασιακό και τις βεβαιότητές του, ότι δηλαδή το κράτος παρέχει ασφάλεια. Μια κατάρριψη που απευθύνεται σε ένα κοινό το οποίο γαλουχήθηκε με αυτό το δόγμα και το θεωρεί «σταθερά» της πολιτικής του ζωής, επιλογής κι αντίληψης. Η κατάρριψη αυτή φέρνει πολιτική έγερση, εκδήλωση και πράξη. Συνοψίζοντας, συστατικά αυτής της έγερσης είναι η γονεϊκή σχέση, το προφίλ των συγγενών με τη συνακόλουθη ταύτιση ενός μεγάλου κοινού και η αμφισβήτηση της «σταθεράς» του κράτους ως «ασφαλούς χώρας». Αν σε όλο αυτό προσθέσουμε την εξοργιστική μεθοδευμένη συγκάλυψη, τότε επέρχεται η θρυαλλίδα. Όμως ως τέτοια δεν θα μπορούσε να αποκτήσει οντότητα όπως αυτές οι τεράστιες διαδηλώσεις, αν δεν υπήρχε αρκετό καύσιμο από πίσω.

Το καύσιμο

Στην πραγματικότητα πίσω από αυτά τα προφανή αιτήματα, υποκρύπτεται  η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια για την ακρίβεια, τη φτωχοποίηση, την διαφθορά και την διαπλοκή της δικαστικής, εκτελεστικής, νομοθετικής εξουσίας. Σε αυτά προστίθεται η δυσαρέσκεια και άλλων περισότερο πολιτικοποιημένων κοινωνικών ομάδων, για τη διάλυση των δημόσιων υποδομών, νοσοκομείων και σχολείων, την εκχώρηση των δικτύων, την άλωση των δημόσιων χώρων και τη λεηλασία της φύσης και άλλα πολλά.

Ειδικότερα για τα μεσαία στρώματα, πίσω από αυτά τα αιτήματα υποκρύπτεται  επιπρόσθετα η δυσαρέσκεια για την καρτελοποίηση της αγοράς, που πλήττει τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα -με εξαίρεση την εξόφθαλμη εύνοια των κρατικοδίαιτων «ημετέρων». Η Απουσία «υγιούς ανταγωνισμού» διαπλοκή και διαφθορά με τις απ’ ευθείας αναθέσεις και φωτογραφικούς διαγωνισμούς ενισχύουν τη δυσαρέκεια. ‘Ολοι αυτοί οι άνθρωποι συσσωματώθηκαν στις πλατείες με τον κόσμο που κατεβαίνει στα τελευταία 6 χρόνια στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.

Όπως γίνεται αντιληπτό, είτε από τα επίδικα είτε από το «μερικό» των αιτημάτων των συγγενών, το έγκλημα ως «απουσία του κράτους», η συγκάλυψη ως δολοπλοκία του και αμφότερα ως εγκληματικές πρακτικές, ήταν η θρυαλλίδα για να κατέβει ένα ετερόκλητο πλήθος από ένα διευρυμένο φάσμα κοινωνικών στρωμάτων, να εκφράσει την οργή του «σχεδόν για όλους τους λόγους του κόσμου», με ακραία απόληξή τους τη σκύλευση νεκρών.

Το πολιτικό κενό

Η απουσία αντιπολίτευσης ως διέξοδος πολιτικής ανάθεσης, αποκαλύπτει για την επόμενη ημέρα ένα τεράστιο πολιτικό κενό που «κραυγάζει». Ένα κενό που αντιστοιχεί και κινηματικά: με την απουσία ενός πολιτικού μεταβολισμού των περιεχομένων, την κατάθεση ενός σχεδίου σε κινηματική προοπτική για τον κόσμο που κατέβηκε μια βουβά και μια ήπια διαμαρτυρόμενος, για την τιμωρία των υπευθύνων και για «κράτος δικαίου». Οι όποιες επιθετικές ρητορικές πολιτικών περσόνων επιβραβεύονται επιφανειακά στις δημοσκοπήσεις ως «διέξοδος οργής», όμως τα βαθύτερα πολιτικά ζητήματα που υποκρύπτονται πίσω από αυτές τις συγκεντρώσεις, δεν απαντώνται από κανένα πολιτικό κόμμα αλλά και κανένα κίνημα.

Εδώ είναι χρήσιμο να πούμε ότι η οργή ως αντίδραση στην καταπίεση, είναι χαρακτηριστικό της υπερδεκαετούς μνημονικαής συγκυρίας που οφείλουμε να το μετράμε αφού συνάδει με τις επιθετικές εξεγερτικές ρητορικές της πολιτικής μας επικοινωνίας.

Η δημιουργία ενός νέου κόμματος από «άφθαρτα» πρόσωπα, ή η διαφαινόμενη επανενεργοποίηση Τσίπρα, δείχνουν δυνητικές «διέξοδοι» μιας  ευκαιριακής μετα-πολιτικής εκδήλωσης στο σύστημα αντιπροσώπευσης, με τις όποιες δυσκολίες να έχουν να αντιμετωπίσουν. Η ανάθεση πάντως μοιάζει επιβεβλημένη πρακτική, λόγω της αμεσότητας των γεγονότων και της απουσίας προηγούμενης κινηματικής σποράς που πιθανά θα θέριζε σήμερα τους καρπούς του αγώνα της, και γενικότερα της τωρινής κινηματικής συγκυρίας.

Ο «χώρος»

Που χωράει ο «χώρος» απέναντι σε αυτή την κατάσταση; Τι απάντηση να δώσεις απέναντι στο αίτημα για  ένα σύγχρονο εξορθολογισμένο «κράτος δικαίου»;

Δεδομένα, η συνήθης απάντηση είναι ότι «το κράτος δολοφονεί» και από αυτή τη θυμική επίκληση διεκδικούμε να συσπειρώσουμε κόσμο στην λογική μιας ολιστικής γενικευμένης κριτικής. Να αποκαλύψουμε για μια ακόμη φορά τη συνάφεια κράτους και κεφαλαίου ενάντια στη ζωή και το δίκαιο. Όμως, αυτή η αποκάλυψη όσο κι αν είναι συμβατή ως κίνημα διαμαρτυρίας, ως οργή γι αντίσταση, ως σχήμα «κοινωνία ενάντια στην εξουσία», όσο κι αν συνάδει ως ιδεολογική βάση για την καταδίκη της εξουσίας, θα έρχεται αντιμέτωπο με την συγκυρία που απαιτεί απαντήσεις στο άμεσο, στο …«αύριο τι κάνουμε;». Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι αυτή η ολιστική κριτική μας, φύσει και θέσει, συγκρούεται με την επίκληση των «πολιτισμένων» δυτικών κρατών, όπου «η κάθε Λεπέν, ο κάθε Σαρκοζί και ο κάθε Τραμπ τιμωρούνται εξίσου με τους απλούς «πολίτες», και «τα τρένα τρέχουν 300km/h με ασφάλεια και ακρίβεια δευτερολέπτου». Δεν είναι εύκολο να ξεκουνήσεις από τη βολική πραγματικότητά του έναν όψιμο διαδηλωτή των Τεμπων με ένα τέτοιο επιχείρημα, για τους ωραίους λόγους μιας, για πολλούς «αμφιλεγόμενης» και χωρίς σχέδιο αντιεμπορευματικής, αποαναπτυξιακής οραματικής προπτικής.

Πρόκειται για μια χρόνια πολιτική στάση μας, που όμως δεν συμπεριλαμβάνει ένα σχέδιο που να επισυνάπτεται στη θέση. Πάσχει από την ευκολία προβολής θέσεων με αφορμή τη συγκυρία και το συγκεκριμένο επίδικο, που κατηγορείται ως ευκαιριακή. Δεν είναι κακό, καλό είναι να συμβαίνει κι αυτό, το έχουμε κάνει πολλές φορές και μπορεί να κερδίσαμε συμπάθειες, όμως αυτή η στάση δεν είναι αρκετή ώστε να καβαλήσουμε το κοινωνικό κύμα που σαν τσουνάμι θα οδηγήσει στην ανατροπή. Απέχουμε πολύ από αυτό. Και τα Τέμπη είναι άλλο ένα κύμα που προφανώς το χάνουμε.

Στον αγώνα που γίνεται για την κοινωνική επανάσταση ο χορός θέλει δύο: ένα αποτελεσματικό πολιτικό κίνημα εμβαθυμένο μέσα στην κοινωνία και μια ευνοϊκή συγκυρία με τη θρυαλλίδα της. Από αυτά τα δύο εξαρτάται η επιτυχία του και η διάρκειά του. Για να πολεμήσουμε «τις πιο μεγάλες δυνάμεις του κόσμου», απαιτείται οργάνωση, άρτια, χρόνια και μεθοδική επικοινωνιακή δουλειά σε βάθος χρόνου στοχευμένη στο αποτέλεσμα από μέρους μας, ανεξάρτητα από την όποια συγκυριακή συνθήκη που μπορεί να εξελίσσεται υπέρ μας. (Μπορεί και κατά μας, οπότε και όλα τα προηγούμενα μπορεί να μη φτάνουν). Στην Ισπανία του 1936 ο αναρχισμός εκδηλώθηκε σαν επανάσταση, 76 ολόκληρα χρόνια μετά από τότε που ο Φανέλλι πάτησε το πόδι του για πρώτη φορά στη χώρα για να μιλήσει για τον αναρχισμό.

Η σημερινή συγκυρία, αποκαλύπτει το μέγεθος της δυσανεξίας του κόσμου απέναντι στο καθεστώς. Αυτή η διαμαρτυρία συμβαίνει τώρα και αναζητεί έναν τρόπο μετάβασης σε μια νέα συνθήκη. Κι ο «χώρος» τι απαντά; Τι έχουμε να προτείνουμε πέρα από τη συλλογικοποίηση στις συλλογικότητες του κινήματος για μια πιθανή ή κατά άλλους απίθανη μελλοντική προοπτική; Δυστυχώς η οραματική μας προοπτική πάσχει από την απουσία γι αυτό που απαντάει στο «αύριο». Δεν μπορούμε να απαντήσουμε ουσιαστικά με ένα σχέδιο για την επόμενη ημέρα στη πιθανότητα κατάρρευσης του καθεστώτος. Κι αυτό γιατί πέρα από το ότι δεν έχουμε προεικονίσει με τις δικές μας δομές, με τη δική μας οργάνωση, με τη δική μας πρόοδο και ωρίμανση του αγώνα την απάντηση της επόμενης ημέρας, είναι γιατί κατά βάθος  με βάση την προσήλωση σε ένα αξιακό οικοδόμημα, οφείλουμε να είμαστε συνεπείς στα μέσα σε σχέση με τους σκοπούς. Αυτό δημουργεί μια στάση αναμονής σε σχέση με τα συμβάντα, να «ωριμάσουν οι συνθήκες» μετά από «πολύμορφη δουλειά μέσα στην κοινωνία», -μια πρακτική που για το επίκαιρο, θυμίζει ατελέσφορες γραφειοκρατικές πολιτικές λογικές που βλέπουμε ήδη να παρίστανται στο κοινοβούλιο.

Αξιακές και βιοτικές αντίφασεις

Κι εδώ τίθεται ένα άλλο ερώτημα: πως μπορούμε να δώσουμε απαντήσεις στο αίτημα για «κράτος δικαίου» εφόσον είμαστε αναρχικοί; Πως μπορούμε να ζητήσουμε εξορθολογισμό του κράτους, όταν η ανάλυσή μας γνωρίζει τον παραλογισμό της ύπαρξής του;

Απέναντι σε αυτή την αντιφατική συνθήκη και την παρεπόμενη αδυναμία του χώρου μας να προτείνει λύσεις για το άμεσο, σε μια πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα ίσως πιο πίσω και από αυτήν των αστικών επαναστάσεων του 18ου αιώνα, εξαναγκαζόμαστε να σκεφτούμε ποιο θα ήταν το πρακτικό εκείνο σχέδιο που θα μπορούσε να καταστεί συμβατό στη τωρινή κοινωνική και οικονομική συνθήκη. Η πολιτική συνθήκη είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί. Η κοινωνικο-οικονομική όμως;

Τι εννοούμε. Καλούμαστε να δώσουμε απαντήσεις σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού που δεν έχει την κουλτούρα μας. Έχει συνηθίσει να δουλεύει 12άωρα για να έχει ένα αξιόλογο βιοτικό επίπεδο, ένα άνετο διαμέρισμα, ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο κι έχει αποδεχθεί αυτή τη θυσία του χρόνου της σχετιζόμενης ζωής του στη λογική ενός «συμβολαίου» που του υπόσχεται τις ατομικές και οικογεναικές ανέσεις του, γι αυτό που εννοεί ως «ποιότητα» στον τρόπο ζωής. Ένας κόσμος που πλέον «ατομικίζει», φέρει το καταναλωτικό φαντασιακό, το υλοποιεί με βουλιμία τα Σαββατοκύριακα στα Mall, εκδρομές στην Αράχωβα και η όποια ρήξη του με αυτό μπορεί να έρθει μόνο, μετά από μαζικής μορφής ραγδαίες κοινωνικο-οικονομικές  κρίσεις και τραυματική φτωχοποίηση. Κι όμως όταν μιλάμε γι αυτούς τους ανθρώπους τους όψιμους των Τεμπών, μιλάμε για έναν κρίσιμο για τους συχετισμούς δυνάμεων  όγκο.

Κάποιες πρώτες σκέψεις ως απαντήσεις

Απαντάμε αρχικά βάζοντας μια πρώτη προϋπόθεση. Αν θέλουμε οι κοινωνικοί θεματικοί αγώνες μας να είναι μαζικοί, οφείλουν να είναι κοινωνικά υποστηρικτικοί κι ανεκτικοί σε όσους συμμετέχουν στη σωστή αξιακά κατεύθυνση και στην διαφορετικότητα σχετικά με τις διαφορετικές εκδοχές στον τρόπο ζωής. Αρκεί να διατηρούν τις βασικές αρχές του κοινωνικού αλληλοσεβασμού. Οι καταδίκες δεν έχουν θέση. Οι καταδίκες των συναινέσεων ναι, των συναινούντων όχι. Υπάρχουν τα υποκείμενα που οφείλουμε σεβασμό. Όχι στην επιλογή τους. Στην ύπαρξή τους. Που σημαίνει ότι σε μια συνέλευση γειτονιάς με ετερόκλητο κόσμο, εμείς οφείλουμε να αναδεικνύουμε την αξία και τον «τρόπο» μας χωρίς καταδίκες. Οι αξίες μας είναι ένα κόσμημα από μόνο του που λάμπει χωρίς να χρειάζεται «καταδίκες». Μια ελευθεριακή ηθική είναι προϋπόθεση.

Η αλλαγή στον κυρίαρχο τρόπο ζωής και την κουλτούρα του κόσμου είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση που δεν έρχεται μόνο μέσα από πολιτικούς αγώνες, που έτσι όπως διεξάγονται σήμερα είναι αγώνες πολιτικής επικοινωνίας. Έρχεται μέσα από πολύμορφους αγώνες που απαντούν στην αντινομία των συνθηκών ωσάν συνέπεια απέναντί τους. Για τον παραπάνω λόγο είναι απαραίτητο οι αγώνες μας να είναι και πολύμορφοι, πολυεπίπεδοι, και να αρχίσουμε να βλέπουμε λίγο τη λογική των «βραχιόνων». Κάθε μεγάλο επαναστατικό πολιτικό κίνημα, είχε ένα σαφές κέντρο -που στην περίπτωσή μας δεν μπορεί παρά να είναι η ομοσπονδία των συλλογικοτήτων, κι ενεργούς βραχίονες σε διάφορα πεδία δράσης, που ως «ομάδες έργου» επιτελούν τις οδηγίες της ομοσπονδίας. Παράλληλα με τη πολυμορφία παραμένουμε μέσα στις μορφές αγώνα, είτε αυτοί είναι κοινωνικοί, διεκδικητικοί,είτε δράσεις εφαρμογής και κοινωνικής αυτοάμυνας. Είμαστε πεπεισμένοι για τις ιδέες μας είμαστε πεπεισμένοι για την επαναστατική προοπτική, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τον τρόπο οργάνωσής μας και δεν έχουμε να φοβηθούμε καμιά αλλοτριωτική συνθήκη.

Αυτό απαιτεί μια διασύνδεση όλων των πεδίων, πολιτικό, κοινωνικό, διεκδικητικό, εφαρμογής στην καθημερινότητα (εργασιακό/οικονομικό), και κοινωνική αυτοάμυνα, σε ένα συνολικό σχέδιο πάντα υπό την προϋπόθεση μιας ομόσπονδης οργάνωσης. Κι αυτή διασύνδεση καλό είναι να λάβει χώρα και σε «χωρικό» μεν αλλά και σε προσωπικό επίπεδο, δημιουργώντας ένα νέο πρότυπο αγωνιστή που ταυτόχρονα συμμετέχει στην πολιτική ομάδα, διεξάγει κοινωνικούς θεματικούς αγώνες, συμπαρίσταται σε διεκδικητικούς αιτηματικούς αγώνες, εργάζεται στην κολλεκτίβα ή το συνεργατικό, και διαμορφώνει τις προϋποθέσεις της συλλογικής άμυνας,πάντα  με προτεραιότητα  σε αυτό που αγαπάει κι έχει τη ροπή να το κάνει καλά. Χρειάζεται να αναδειχθεί αυτός ο ανθρωπολογικός τύπος επαναστατικού υποκειμένου που ενεργεί συλλογικά και πρέπει να φτιάξουμε τις προϋποθέσεις.

Άιντε και μια πρόταση

Και μια και μιλάμε για τη συγκυρία των Τεμπών, όπως φαίνεται ένα πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε, μοιάζει να είναι πρωτοβουλιακά συλλογικά σχήματα για τα Τέμπη, («Τεμπίτες») με επίκεντρο την τιμωρία των υπευθύνων και πρόταγμα «καμιά ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη», στη βάση πάντα της κοινωνικής αξιακής διάστασης του αγώνα και όχι της πολιτικής, όμως  με αδιαμεσολάβητες, αμεσοδημοκρατικές, αντιεραρχικές διαδικασίες, ανά περιοχή. Το κοινωνικό μέσα από αυτές θα κερδίζει την αδιαμεσολάβητη ζύμωση που είναι διεργασιακό κεφάλαιο για την κοινωνική απελευθέρωση, χωρίς ωστόσο να παρεμβαίνουν με την έννοια της «καταδίκης» όπως περιγράφεται στις προϋποθέσεις σε ζητήματα κουλτούρας διαβίωσης αλλά και αξιακά στο κεντρικό αίτημα για «κράτος δικαίου». [Μια θέση: Το αίτημα αυτό σήμερα είναι εύλογο κι επιτακτικό, η απουσία του χτυπάει πρώτα απ’ όλα την τάξη των εκμεταλλευομένων και πέφτει μεροληπτικά ως πέλεκυς και στη δικιά μας την «καμπούρα». Μας αφορά ως μερικό αίτημα.]

Έμμεσα πλέον, η ελευθεριακή απελευθερωτική ηθική, τα γλέντια στις χαρούμενες κοινότητες, ο συσχετισμός γνωριμίας, τα πολιτισμικά δρώμενα και η κουλτούρα του χώρου, θα αναλάβουν το κομμάτι της κυρίαρχης κοινωνικής νοοτροπίας. Υποστηρικτική λειτουργία των  αιτημάτων και ταυτόχρονα έκθεση προβολή των όποιων απόψεων στη συνέλευση. Με αυτό τον τρόπο το πολιτικό στέκεται πλάι στο θεματικό αγώνα, με τρόπο ώστε το δεύτερο να εξοικειώνεται με τις αξίες και να σχετίζεται τους ανθρώπους μας. Ο «τρόπος» εδαφικοποιείται  ώστε να δοθεί το ελευθεριακό πρόσημο στους κοινωνικούς αγώνες και οι κοινωνικοί αγώνες να ταυτίζονται με το πρόταγμα. Να έρθει η ώρα που οι αγώνες να ταυτίζονται μοναδικά με τα ελευθεριακά αξιακά.

Οι θεματικές αυτές οι συλλογικότητες θα μπορούσαν βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τους συγγενείς των θυμάτων για το συντονισμό του «κινήματος των Τεμπών». Θα μπορούσαν να προτείνουν διακριτικά προσπαθώντας να αποτρέψουν πολιτικές επιλογές ανάθεσης ή άλλες εξουσιαστικές πρακτικές αποτελώντας ένα διευρυμένο δίκτυο υποστήριξης με αυτόνομα πολτικά χαρακτηριστικά. Και φυσικά θα αποσύρονταν σε περίπτωση μιας αναθετικής εξέλιξης, αφήνοντας όμως μια παρακαταθήκη ελευθεριακής κουλτούρας μέσα στις συνειδήσεις.

Στο τέλος, ακόμα κι αν εμφανιστεί ο/η «Μεσσίας», η συνδιαμόρφωση ετερόκλητων πολιτικά προσώπων με συντρόφισσες και συντρόφους με όρους κατανόησης, θα έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια πρόοδο των ιδεών μας μέσα στο κοινωνικό σώμα. Έναν μεταβολισμό που μπορεί να παράξει καταλυτικά αποτελέσματα για το μέλλον στους δύσκολους καιρούς που έρχονται.

Το παραπάνω είναι μια πρόταση που θα ίσως να μπορούσε να λειτουργήσει ως οδηγός πλεύσης για την παρουσία, την παρέμβαση και την πολιτική ηθική σε παρόμοιους κοινωνικούς θεματικούς και διεκδικητικούς αγώνες με αιτηματικά περιεχόμενα στην κατεύθυνση του συλλογικού στο μέλλον.

RisingUtopia
29/03/2025

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*