Το νεοφιλελεύθερο αφήγημα υποβαθμίζει -αν όχι αγνοεί, τη σημασία της ανθρώπινης εργασίας. Και αυτό είναι συστατικό στοιχείο της νεοφιλελεύθερης θεωρίας. Και πώς να μην είναι άλλωστε, αφού η υποβάθμιση της εργασίας είναι στο επίκεντρο του κερδοσκοπικού συμφέροντος για τον εργοδότη. Η μείωση του κόστους σημαίνει αύξηση του κέρδους στις επιχειρήσεις με ανερχόμενο ή σταθερό τζίρο. Και η μείωση του κόστους έρχεται με την υποβάθμιση της εργασίας.
Ο νεοφιλελευθερισμός θέλει να αγνοεί την αξία της εργασίας. Βλέπει τον εργαζόμενο, σαν ένα γρανάζι μιας μηχανιστικής διαδικασίας. Στις μεγάλες εταιρείες αντιμετωπίζονται σαν ένας πολτός, ένα πλήθος, ένα κοπάδι, το προνόμιο της καθοδήγησης των οποίων έχει η ελίτ των ανώτατων παχυλά αμειβόμενων στελεχών. Όχι των μεσαίων «στελεχών», που υποκριτικά αποκαλούν έτσι, τους διευθυντές τμημάτων ή τους προϊσταμένους, προκειμένου να τους κολακέψουν με δυο καλά λόγια μπας και τους βγάλουν τη δουλειά. Όχι. Κι αυτοί μέσα στο πολτό ανήκουν. Απλά, ο τρόπος προσέγγισης είναι ειδικός, αφού σε αυτούς ανατίθεται η υλοποίηση του εταιρικού έργου, και από αυτούς εξαρτάται η επιτυχία του που έχει σα συνέπεια τη πλουσιοπάροχη αμοιβή των στελεχών.
Στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα, μόνο οι ελίτ έχουν κεντρικό ρόλο. Οι υπόλοιποι, οι προϊστάμενοι, οι εργαζόμενοι, οι εργάτες, οι υπάλληλοι, είναι οι κομπάρσοι, που στη καλύτερη περίπτωση, «μανατζάρονται» με ένα χτύπημα στη πλάτη, ένα κολακευτικό λόγο, όταν θα πρέπει «να προσπαθήσουμε να πιάσουμε τους στόχους», άντε μια μάζωξη κι ένα μπράβο μ’ ένα ψευτο-bonus, «όταν πιάσουμε τους στόχους». Υπάρχει σαφέστατη απουσία σεβασμού και απόλυτη υποβάθμιση των μισθωτών, είτε πρόκειται για εργάτες είτε πρόκειται για το κουστουμαρισμένο «προλεταριάτο του λευκού κολάρου» σε τράπεζες, στα γραφεία και στις υπηρεσίες. Η υποβάθμιση αυτή είναι εξόχως υποκριτική. Αν συμβεί ο εργαζόμενος, αντιμετωπίζοντας ένα πρόβλημα στη δουλειά του, να περάσει από γραφείο ανώτατου στελέχους, είναι απίστευτο το πόσο θεατρική είναι η διαχείριση της συζήτησης, – η διαφορά δηλαδή του ύφους πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την έξοδο του εργαζόμενου από τη συνάντηση. Η διαχείριση των εργαζόμενων, προσομοιάζει με εκείνη του διευθυντή σχολείου σε μαθητές. Ο διευθυντής και η εταιρεία λειτουργούν με πατερναλιστικούς κώδικες συμπεριφοράς. Και δυστυχώς το πρόβλημα είναι, ότι και οι εργαζόμενοι, οικειοποιούνται το ρόλο του ενεργούμενου, χωρίς να αναλαμβάνουν την ευθύνη της αξιοπρεπούς έκφρασης που απορρέει από τη θέση τους ως εργαζόμενοι. Σε αυτό το σημείο, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να σταθούν ανάλογα των περιστάσεων, αποφεύγοντας συμπεριφορές που συνάδουν με την υποβάθμιση, και αντιστοιχούν σε μικρότητες που ως ρόλο οι προϊστάμενοι θέλουν να επιβάλλουν με τη στάση τους. Οι εργαζόμενοι ακόμα κι αν αναγκάζονται να συμβιβασθούν εξ ανάγκης, τουλάχιστον θα πρέπει να συνειδητοποιούν τη στάση και τη θέση, και να προσπαθούν να συλλογικοποιήσουν το πρόβλημά τους. Καμία υποτίμηση δε πρέπει να περνάει απαρατήρητα.
Ιδιαίτερα αν κρύβεται πίσω από τους κανόνες της αστικής επαγγελματικής ευγένειας. Άλλωστε αυτή δεν είναι τυχαία. Είναι ζήτημα κόστους. Χαρακτηριστική είναι άλλωστε η χαώδης μισθολογική διαφορά, ανάμεσα στα μεγάλα στελέχη και στα μεσαία ή μικρά, πόσο μάλλον για τους εργάτες, ανειδίκευτους και μη. Είσαι ανώτατο στέλεχος; Είσαι κάποιος. Είσαι υπάλληλος, είσαι εργάτης; είσαι αναλώσιμος, είσαι μηδέν. Το πλούτο το παράγουν οι πλούσιοι και τα στελέχη για το νεοφιλελεύθερο αφήγημα. Όλοι οι υπόλοιποι είναι σα να μην υπάρχουν. Αυτή η «αριστοκρατική» αντίληψη στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα, με τα ελιτίστικα χαρακτηριστικά, είναι κυρίαρχη, πίσω από το προσωπείο της αστικής ευγένειας. Στη πραγματικότητα, όσο πιο πολύ υποβαθμίζεται ο παράγοντας εργασία, όσο λιγότερο αναφέρεται, τόσο πιο πολύ καταφέρνεις να χαμηλώσεις το κόστος της εργασιακής εκμετάλλευσης φορτώνοντας τον εργαζόμενο ολοένα και περισσότερο χρόνο εργασίας, αλλά και τις τσέπες σου με παχυλά bonus αποδοτικότητας. Ο παράγων άνθρωπος απουσιάζει, και η διαχείριση από τα στελέχη είναι το σημαντικότερο όλων, στη νεοφιλελεύθερη εργασιακή δυστοπία.
Όπως και να έχει, ο νεοφιλελευθερισμός, έρχεται να αναιρέσει ακόμα και βασικές αρχές του διαφωτισμού, αρχές των εργασιακών σχέσεων, αλλά και αρχές της αστικής ευγένειας, στο βαθμό που η νέα αυτή λογική και «κουλτούρα» των εργασιακών σχέσεων, προσιδιάζει σα περιεχόμενο περισσότερο στο φεουδαλισμό και στις αντίστοιχες δουλοπαροικές σχέσεις, παρά στο μεταπολεμικό καπιταλιστικό εργασιακό περιβάλλον.
Υποβολή απάντησης