Πριν από λίγο καιρό, έχοντας ξεκινήσει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση που αφορούσε στο περιστατικό με το Τζιτζικώστα και το υποτιμητικό σχόλιο που έκανε για τις γυναίκες της υπηρεσίας, διαπίστωσα ότι η συγκροτημένη και αξιόλογη υπέρμαχος του φεμινιστικού δικαιωματισμού με την οποία συζητούσα, επικαλούνταν τον όρο πατριαρχία, προκειμένου να εξηγήσει το συγκεκριμένο, φαλλοκρατικό για εμένα, περιστατικό.
Στην απάντησή μου ότι αυτό το περιστατικό εγώ το θεωρώ σύμπτωμα φαλλοκρατίας και όχι πατριαρχίας, ανταπάντησε ότι δεν αντιλαμβανόταν τη διαφορά των όρων, και τη χρησιμότητά τους.
Επειδή είμαι και κάποιας ηλικίας, και τη δεκαετία του ’80, συμπαρατασσόμουν με το φεμινιστικό ζήτημα, εμείς εκείνη την εποχή χαρακτηρίζαμε φαλλοκρατικά τέτοια περιστατικά, και μιλούσαμε για φαλλοκρατία συμπεριλαμβάνοντας μάλλον αυθαίρετα στον όρο, και τις γενικότερες οικονομικές, κοινωνικές, σχέσεις. Η πατριαρχία ως όρος, αναφερόταν ως επίδικο ανάλυσης με τη μορφή ενός βαθύτερου αιτίου της φαλλοκρατίας, ο καμβάς επάνω στον οποίο διαγράφονταν η φαλλοκρατία. Ο χειραφετητικός αγώνας όμως, στόχευε στη φαλλοκρατία, και σε δεύτερο πλάνο στη πατριαρχία που θεωρούνταν η γενική συνθήκη εκκόλαψης.
Αφορμώντας από αυτή τη διχογνωμία, θεωρώ ότι η ακριβολογία βοηθάει στην κριτική στο υπάρχον ώστε αυτή να είναι εύστοχη και γι αυτό αποτελεσματική, αναχαιτίζοντας έτσι τα αντίπαλα επιχειρήματα με την εγκυρότητά της και μόνο. Και η αναχαίτιση των αντίπαλων επιχειρημάτων, είναι τόσο σημαντική όσο η αποφυγή μιας αξιακής ήττας. Άλλωστε, είναι εξαιρετικά αρνητικό να «ηττάσαι» από νεοσυντηρητική επιχειρηματολογία, μόνο και μόνο επειδή το συλλογιστικό μονοπάτι που ακολούθησες, βρίθει από λούμπες υπερβολής που το αμαυρώνουν, αν δε το ακυρώνουν ολόκληρο. Το βλέπουμε να συμβαίνει συχνά αυτό.
Οπότε, και για να ανοίξω τη συζήτηση, τοποθετούμαι όσον αφορά τη δική μου αντίληψη, για τη διαφορά των όρων, ώστε να συνεισφέρω αλλά και να εισπράξω τη δική σας αλήθεια.
Η πατριαρχία ως όρος είναι ευρύτερος της φαλλοκρατίας.
Έχει ιστορική καταγωγή τη κοινωνική οργάνωση στα προκαπιταλιστικά χρόνια, που είχε σα χαρακτηριστικό τις φυλές, τα γένη, τις φατρίες. Αφορούσε σε μια ολόκληρη δομή, που ξεκινά με κορυφή το πατριάρχη, γέροντα συνήθως, και τους επιγόνους του. Ο πατριάρχης είχε γενική εξουσία για θέματα που αφορούσαν στα οικονομικά, εμπορικά, θέματα προστασίας, διπλωματικές και δημόσιες σχέσεις, τη πολιτική επιρροή, αλλά και στην απονομή της δικαιοσύνης. Ασχολείτο ακόμη και με προσωπικά και διαπροσωπικά θέματα, ακόμα και με τις κοινωνικές σχέσεις που ρύθμιζε κιόλας. Πρόκειται για μια βίαιη ιεραρχική εξουσία.
Η θέση της γυναίκας σε αυτή τη συνθήκη ήταν υποδεέστερη, αλλά δεν ήταν μόνο αυτής. Ήταν και των ανδρών της φατρίας, που όφειλαν σεβασμό κι υπακοή στο πατριάρχη εξίσου. Κάποιος από αυτούς, θα επιλεγόταν ως ο επόμενος πατριάρχης με βάση το κληρονομικό δίκαιο. Μιλάμε πάντα για κοινωνικές σχέσεις που επικρατούν στη προκαπιταλιστική συνθήκη. Η εξουσία της πόλης, ή του αυτοκράτορα ήταν ατελείς, και τα θέματα που διαπραγματεύονταν αν δε περιελάμβαναν μεγαλύτερα σύνολα, και φοροεισπρακτικές πρακτικές, τουλάχιστον τελούσαν υπό την επιρροή φατριών, ως ευρύτερα πατριαρχικά σύνολα.
Με την έλευση των κρατών, η πατριαρχία χάνει τη δύναμή της, η εξουσία μεταφέρεται στη κεντρική διοίκηση, η απονομή της δικαιοσύνης το ίδιο, και οι εμπορικές σχέσεις της οικογένειας περιορίζονται. Έτσι η πατριαρχία περιορίζεται στα καθήκοντα που μια πυρηνική οικογένεια έχει ανάγκη, άντε και στην ευρύτερη εκδοχή της, το «σόϊ». Μια συρρίκνωση ποσοτική αλλά και ποιοτική, σε επίπεδο καθηκόντων και όγκων διαχείρισης. Ακόμα όμως και σε αυτή τη περιορισμένη εκδοχή, ο πατριάρχης, έχει ευρεία εξουσιαστικά καθήκοντα με όρους επιβολής, με κυρίαρχα, τα οικονομικά, εμπορικά, επαγγελματικά συμφέροντα, τα θέματα εξασφάλισης της οικογένειας, της προστασίας από τους κινδύνους, της εκπροσώπησης, και τα διαπροσωπικά. Μιλάμε για εξουσίες, που συμπεριλαμβάνουν και τη φαλλοκρατική εξουσία, ενίοτε όμως και όχι.
Ένας μακρινός συγγενής μου, -νέος στην ηλικία, συζητώντας για τα του γάμου του, μου έλεγε χαρακτηριστικά ότι με τη γυναίκα του, τα συζητάει δημοκρατικά όλα. Όταν διαφωνούν , και δε βρίσκουν λύση έχουν δημοκρατικά συναποφασίσει ότι … «υπερισχύει ο λόγος του άνδρα, γιατί κάποιος πρέπει να αποφασίζει, έτσι δεν είναι;». Σε μια πατριαρχική οικογένεια λοιπόν, τις αποφάσεις τις παίρνει το αρσενικό, και αυτό είναι το κεντρικό διακύβευμα της πατριαρχικής ηθικής. Έχει στο πυρήνα της το χαρακτηριστικό, ότι ο πατέρας είναι το υποκείμενο της λήψης των αποφάσεων. Είναι ο αρχηγός, η πηγή εξουσίας και γι αυτό ο δέκτης του σεβασμού, μέσα στην ιεραρχία της οικογένειας. Αυτή είναι και η πεμπτουσία της πατριαρχίας, ως κοινωνική συνθήκη, δηλαδή, κουλτούρα, πραγματικότητα, αλλά κι έννοια.
Σε πολλές περιπτώσεις συναντάμε πατριαρχικές οικογένειες, με σεβασμό στην ηθική τη προσωπικότητα και την εξουσία της συζύγου, ιδιαίτερα για τα θέματα του τομέα ευθύνης της, ή ακόμα και για εκείνα που δεν.
Η πατριαρχία είναι μια ολόκληρη δομή που αφορά λειτουργίες που έχουν και θετικό περιεχόμενο, όπως π.χ. είναι οι “υποχρεώσεις” προσφοράς που έχει, ως ρόλος, ο άνδρας απέναντι στην οικογένεια, στη γυναίκα, τα παιδιά, την εξασφάλιση δηλαδή σε μια σειρά ζητήματα, όπως είναι η διατροφή, η ασφάλεια, η υγεία, ακόμα και η ψυχαγωγία.
Είναι ένας ρόλος εξουσίας, που μπορεί να «εμφορούνταν» και από γυναίκες. Μιλάμε για γυναίκες δυναμικές, που όχι μόνο αποδέχονταν τη πατριαρχική ηθική, αλλά και την υλοποιούσαν ακόμη και ως πηγή εξουσίας. Η πατριαρχία είναι μια συνθήκη που κάλλιστα μπορούσε να περιέχει σεβασμό μεταξύ των φύλων. Η πατριαρχία είναι ένας ευρύς όρος, που μπορεί ακόμα και να μη συμπεριλαμβάνει τις σεξουαλικές σχέσεις και ειδικά τη φαλλοκρατία ως επίδικο, ιδιαίτερα όταν υπάρχει απουσία σεξουαλικών σχέσεων, ή ασεξουαλική ηθική όπως π.χ. αυτή των θεοσεβούμενων υπερσυντηρητικών. Για να το κάνω πιο λιανά, όσον αφορά στο συγκεκριμένο περιστατικό Τζιτζικώστα, ένας συντηρητικός πατριάρχης θα μπορούσε κάλλιστα να εγκαλέσει το Τζιτζικώστα για ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντι στις γυναίκες της υπηρεσίας.
Ελπίζω να γίνεται αντιληπτό ότι σε αυτή την ενότητα, σκοπός δεν είναι να αθωώσουμε τη πατριαρχία, ως εξουσιαστικό τρόπο διαχείρισης. Φυσικά και οφείλουμε να τη καταγγείλουμε, ως εξουσιαστική ηθική και κυρίως, πρακτική στις ανθρώπινες σχέσεις και να επιδιώκουμε ως ενσυνείδητα όντα, τη κατάργηση των τυπικών αλλά και των άτυπων εκδηλώσεών της. Όμως, για να είναι η κριτική μας σωστή, θα πρέπει να επιδιώκει να αποδώσει τη κριτική που αναλογεί στο φαινόμενο, χωρίς κραυγές υπερβολής.
Ενώ σήμερα, ισχύουν όλες οι συνταγματικές –νομικές προϋποθέσεις περί ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η πατριαρχία παρουσιάζει ακόμα και σήμερα μια σειρά από τυπικού χαρακτήρα, ή και άτυπες εκδηλώσεις: οι μισθολογικές ανισότητες, οι επαγγελματικές ανισότητες, ανισότητες εντός της ίδιας της διοικητικής ιεραρχίας, ανισότητες σε επίπεδο απαιτήσεων, ο αποκλεισμός από τα δημόσια αξιώματα, είναι κατάλοιπα της πατριαρχίας. Φυσικά και δεν εξαλείφθηκε ολοσχερώς η πατριαρχία, και πως θα μπορούσε άλλωστε μετά από τόσους αιώνες πατριαρχικής εξουσίας στη κοινωνική συμβίωση. Νομίζω μάλιστα τα φαινόμενα θα επιμείνουν γι αρκετά χρόνια ακόμη. [Κάποιοι μάλιστα ταυτίζουν το καπιταλισμό με τη πατριαρχία, και ως εκ τούτου η «γυναικεία λογική» δε χωράει ως κυρίαρχη στις καπιταλιστικές κοινωνίες… Μεγάλη συζήτηση.]
Όμως, θεσμικά τουλάχιστον η πατριαρχία έχει περιορισθεί, με τη νομιμοποίηση της ισότητας μεταξύ των φύλων στα συντάγματα και την ισονομία στη νομολογία των κρατών –κατάκτηση του πρώτου αλλά και του δεύτερου κύματος φεμινισμού. Όσον αφορά στο ουσιώδες αλλά άτυπο, η πατριαρχία έχει περιορισθεί στα ζητήματα λήψης των αποφάσεων στη πυρηνική οικογένεια, που λύνονται πια κατόπιν συνεννόησης. Αναφερόμενοι ειδικά στα κατάλοιπα που αφορούν στην εργασιακή ηθική που περιγράψαμε πιο πάνω, μη σας παραξενέψει αν ακούσετε μια μέρα, ότι μεγάλες corporate πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να προωθούν στελεχιακό δυναμικό, από «μειονοτικές» ομάδες, γυναίκες, έγχρωμους, gays, για λόγους ενίσχυσης των εταιρικών τους profile, αλλά και στα πλαίσια του εταιρικού image ή και marketing της επιχείρησης. Αυτά συμβαίνουν ήδη, και θα πρέπει πάντα να λαμβάνονται υπόψη, αν θέλουμε να είμαστε εύστοχοι στα πλήγματα που θέλουμε να παράξουμε στο υπάρχον.
Παρόλα αυτά, στους χώρους εργασίας, οι μισθολογικές ανισότητες, καθώς και τα ζητήματα υποβάθμισης του γυναικείου φύλου για λόγους μητρότητας είναι ακόμα κυρίαρχα, και είναι επίδικα ακόμα και για δικαιωματικά «προοδευμένες» χώρες, που και έχουν προβλέψεις ασφάλειας για ζητήματα μητρότητας στην εργασία και άλλα. Αυτό δε σημαίνει πως ακόμα και αυτά τα κατάλοιπα, που οφείλουν να καταπολεμηθούν, δε θα ήταν ζήτημα χρόνου να εξαλειφθούν αν…., αν δε προέκυπτε αυτή η ακατάλληλη και μη αναγκαία συνθήκη…
Φαλλοκρατία
Άποψή μου είναι, ότι σε σχέση με τη πατριαρχία, η φαλλοκρατία εκκινεί από την ειδική σεξουαλική συνθήκη και διατρέχει εγκάρσια και πολυεπιπεδικά την έμφυλη σχέση. Προσδιορίζεται ως η νοοτροπία εκείνη που θεωρεί το θηλυκό υποδεέστερο στις σχέσεις μεταξύ των φύλων, και γι αυτό μάλιστα υποχρεωτικά δεκτικό στις αντρικές σεξουαλικές ορμές, και κατά συνέπεια και σε όλες του τις επιταγές, ως υποδεέστερο ον. Εκδηλώσεις αυτής της ηθικής, είναι ο βιασμός, η σεξουαλική παρενόχληση, η εμπορευματοποίηση της σεξουαλικότητας, και γενικότερα η προσβολή, υποτίμηση, και στη τελική, διάκριση λόγω φύλου. Η φαλλοκρατία ασκείται πάνω στη σύζυγο, στην ερωμένη, στη συνάδελφο, στην αδερφή, και γενικότερα, όταν προκύπτει μεροληψία για λόγους φύλου. Πρόκειται λοιπόν για μια έμφυλη εξουσίαση με όρους επιβολής του αρσενικού, αλλά και κατωτερότητας του θηλυκού. Έχει μόνο αρνητικό περιεχόμενο, αφού αφορά σε επιβολή κυριαρχίας και απαξίωση απέναντι στο άλλο φύλο και μόνο.
Η πατριαρχία μπορεί να αποτελεί τη συνθήκη εκκόλαψης της φαλλοκρατίας. Είναι ευρύτερο φαινόμενο της φαλλοκρατίας, και μπορεί και να το περικλείει, να το προδιαγράφει, ακόμα και να το εμπνέει. Η φαλλοκρατία μπορεί, και μάλλον είναι, η μετεξέλιξη της πατριαρχίας. Το ακραίο παράγωγο μιας αιώνιας κοινωνικής συνθήκης που πνέει τα λοίσθια. Στις νεωτερικές δυτικές κοινωνίες των τελευταίων 50 χρόνων, η πατριαρχία έχει υποχωρήσει σε αντίθεση με τη φαλλοκρατία, που ως κουλτούρα άκμασε, και συνεχίζει ασθμαίνοντας κι αυτή με τη σειρά της, όπως βλέπουμε μέχρι τις «μέρες Τζιτζικώστα», οπότε και προκύπτει αυτή η ακατάλληλη και μη αναγκαία συνθήκη…
Εδώ μπαίνουν κάποια ερωτήματα. Οι συμπεριφορές έμφυλης βίας κι εξουσίασης που παρατηρούμε σήμερα, είναι αμιγώς φαλλοκρατικές; Προκαλούνται λόγω κάποιων κυρίαρχων αξιακών θεσμών; «πατάνε» μόνο σε ένα αξιακό που έρχεται από παλιά και γι αυτό αποτελεί ένα τυπικό που κληρονομείται; Η φαλλοκρατία έχει εθιμικό περιεχόμενο; Κι εντάξει να υποθέσουμε ότι υπήρξε μια τέτοια κουλτούρα, πως γίνεται και υπάρχει ακόμα, μετά από 40-50 χρόνια κατoχύρωσης των δικαιωμάτων της γυναίκας από τα κυρίαρχα συντάγματα και τους καταστατικούς χάρτες, και μάλιστα σε δυτικές κοινωνίες; Μήπως και δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα;
Άποψή μου είναι πως φαινόμενα όπως η ζήλεια, η ενδοοικογενιακή βία, και οι βιασμοί κάθε είδους, η γυναικοκτονία, έχουν μεν βάση στην ειδική φαλλοκρατική κουλτούρα, αλλά πατάνε και σε άλλη βάση. Δεν είναι μόνο αυτή αρκετή, για να δημιουργεί τέτοια φαινόμενα.
Τι ισχύει σήμερα; αυτή η ακατάλληλη και μη αναγκαία συνθήκη…
Ποια είναι αυτή; Μια κοινωνία που διαβιώνει υπό το βάρος δύο συνιστωσών σε ζεύξη: του ανταγωνισμού και της ιεραρχίας. Και όταν αυτή η συνθήκη ως ζεύξη, υπάρχει σε περιβάλλοντα νεοφιλελευθερισμού, συνεπώς νεοπτωχισμού, οι κοινωνικές επιπτώσεις είναι βαρύτατες:
μια κοινωνία άκρατου ανταγωνισμού, με θεσμική, οικονομική, ταξική, εθιμική , φυλετική ιεραρχία, που αναπαράγει ένα φαύλο κύκλο καταπίεσης, μειονεξίας – επιβολής, δε μπορεί παρά να είναι μια ακατάλληλη και μη αναγκαία συνθήκη. Παράλληλα δημιουργεί διαχωρισμένα κάστρα καταφυγής υπεράσπισης δικαιωμάτων, κοινωνικά ανταγωνιστικά αντιμαχόμενα εντείνοντας το κοινωνικό κατακερματισμό με το διαχωρισμό.
Και μια τέτοια κοινωνία που γεννάει αναπαραγόμενη επιβολή όταν στερείται, εντείνει τη φόρτιση μεταξύ των ανθρώπων, και την εκτονώνει με κατεύθυνση προς τον αδύναμο. Το φτωχό, τον υπάλληλο, τον υπήκοο, τη γυναίκα, το παιδί, το μετανάστη, τον έγχρωμο, τον ομοφυλόφιλο, το διαφορετικό, το ζώο και τη φύση. Και όχι μόνο. Όλοι βλέπουμε να συμβαίνουν μια σειρά από εγκλήματα, για εντελώς ανόητους λόγους. Για ένα παρκάρισμα, για ένα καβγά στο καφενείο, για μια ποδοσφαιρική ομάδα, ή για ένα χωράφι. Αυτή είναι κατά την άποψή μου, η υπερφορτισμένη εκείνη συνθήκη, που εκκολάπτεται σε μια κοινωνία διαχωρισμών, και που αποτελεί το «καύσιμο» με το οποίο εκδηλώνεται το βίαιο φαινόμενο της φαλλοκρατίας. Βρίσκει έδαφος σε προβλήματα που ανήκουν σε ψυχολογικής φύσης μαζικά φαινόμενα, όπως ο εγωκεντρισμός, η συναισθηματική ανασφάλεια, τα κόμπλεξ μειονεξίας, η εξοικείωση με τη βία και τους σεξιστικούς ρόλους, η απουσία αυτοεκτίμησης, και σεβασμού στο συνάνθρωπο που είναι παράγωγα συγκεκριμένων κοινωνικών συντελεστών. Πρόκειται για τον ανθρωπότυπο που παράγεται από ένα σύστημα κοινωνικού ανταγωνισμού. Πρόκειται για μια κοινωνία με διαρκή πυρετό, που αδυνατεί να απαλλαγεί από το καρκίνωμα του ανταγωνισμού.
Γι αυτό και θεωρώ ότι στις πιο πολλές σύγχρονες περιπτώσεις γυναικοκτονιών, των βιασμών, αλλά και της ενδοοικογενειακής βίας, τα αίτια βρίσκονται στη νοοτροπία εκτόνωσης πάνω στον αδύναμο, και όχι από μια συμβατική εθιμική φαλλοκρατία ιδιοκτησιακού τύπου «γυναίκα μου είναι ότι θέλω τη κάνω», όπως παλιότερα. Αντίθετα μια προσωπικότητα με παραφουσκωμένο εγώ, εύκολα μπορεί να θιχθεί, θυμώσει και να προβεί σε εγκλήματα, καθαρά για λόγους προσβολής, όπως το αντιλαμβάνεται λόγω της αλαζονικής εγωιστικής του νοοτροπίας. Και αυτή η νοοτροπία, έχει σα συστατικό της στοιχείο, την αγωγή του ως υποκειμένου στη θέση εξουσίας. Τα φαινόμενα λοιπόν αυτά, που συνιστούν τα χαρακτηριστικά του ανταγωνιστικού ανθρωπότυπου, αποτελούν τη καύσιμη ύλη, που τροφοδοτεί με μπόλικη αναπαραγόμενη επιβολή και τη φαλλοκρατία. Κοινώς, το πεταμένο στα βράχια κορμί της βιασμένης κόρης, το κρεμασμένο σκυλί, ο φόνος του αντίπαλου οπαδού, η λύσσα του μπάτσου πάνω στο άψυχο κορμί, το κυνήγι του άγνωστου σκουρόχρωμου μετανάστη, τα θαμμένα πτώματα των εργατών γης, είναι όλα εκδηλώσεις το ίδιου φαινομένου. Μιλώ γα το κοινωνικό εκφασισμό, που φέρνει αναπαραγωγή κυριαρχίας και κανιβαλισμό. Η φαλλοκρατία είναι μια μορφή έκφρασης του κοινωνικού εκφασισμού, όπως όλες οι προαναφερθείσες εκδηλώσεις, και δεν έχει αξιακά κίνητρα. Τα κίνητρα δεν εκπορεύονται από τον έμφυλο διαχωρισμό. Δικαιώνονται ιδεολογικοποιούμενα εργαλειακά από τον έμφυλο διαχωρισμό. Ο ίδιος ανθρωπότυπος θα μπορούσε να εκφράσει το φασισμό του, σε ένα μετανάστη, στον υπάλληλό του, στο ζητιάνο, στο παιδί, στο σκυλί.
Ο επερχόμενος νεοφιλελευθερισμός, εντείνει ακόμα περισσότερο το κοινωνικό ανταγωνισμό. Ειδικά στα τελευταία χρόνια, οι «αλλοτριωτικοί συντελεστές» θα επιτείνουν κι άλλο τα φαλλοκρατικά επεισόδια, αφού το σύστημα ως μηχανισμός θα προαγάγει όλο και περισσότερο δηλητήριο και κοινωνικούς διαχωρισμούς. Από αυτό τρέφεται άλλωστε. Έτσι θα μεγαλώνει η επίδραση του, πάνω στις ψυχές των θυτών. Ταυτόχρονα ο εκφασισμός γίνεται εργαλείο διαχείρισης των μαζών, αφού επιφυλάσσει λόγο, οπότε και ρόλο καταστολής για το κράτος, που αναλαμβάνει να επιβάλλεται για την εμπέδωση της ασφάλειας, επιβαλλόμενο επί των «κατακερματισμένων» εγκληματικών οντοτήτων. Έτσι το σύστημα δημιουργεί το έγκλημα, ώστε να έρχεται να το πατάσσει δικαιωμένο.
Γι αυτό και υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν θα εξαλειφθούν τα κοινωνικά φαινόμενα και περιστατικά έμφυλης βίας και διακρίσεων. Ειδικά αυτά τα άτυπα. Αυτά που προκαλούν τη διάκριση στα φύλα, αλλά και στις φυλές, εξαιτίας της κοινωνικής αναπαραγωγής της κυριαρχίας και της όξυνσης της έντασης του κοινωνικού δαρβινισμού κι ανταγωνισμού. Αυτός είναι που τρέφει τη διάκριση σήμερα και όχι η πατριαρχία που πνέει τα λοίσθια. Ο κοινωνικός ανταγωνισμός που αναπαράγεται μέσα απ’ το κοινωνικό διαχωρισμό, και που με τη καλλιέργεια της κουλτούρας των ταυτοτήτων, οι κοινωνικές ομάδες μετατρέπονται σε κάστρα που αντιμάχονται μεταξύ τους, εν είδει κοινωνικού κανιβαλισμού. Ο ενδοκοινωνικός ανταγωνισμός, που βρίσκει στίβο μάχης πάνω στα ζητήματα που αναδεικνύονται ταυτοτικά, και γι αυτό διαχωριστικά.
Δεν αποκλείω στα πλαίσια της συμπόρευσης οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, και νεοφασισμού, κάποιες πτυχές της πατριαρχίας να επανέλθουν ως αξιακό σύστημα. Σίγουρα θα είναι ψευδο-επάνοδος, αφού υπάρχουν κατακτημένες λογικές χειραφέτησης, κυρίως λόγω επιστήμης. Επίσης αυτή η διαφαινόμενη οπισθοδρόμηση θα επισυμβαίνει όσο δεν επηρεάζεται η οικονομία της αγοράς. Και όπως και να το κάνουμε, η αγορά θέλει ελευθερία, πολυφωνία και πολυχρωμία ιδεών ώστε να είναι παραγωγική και καταναλωτική, και όχι καταστολή.
Η όδευση αυτή προς την οπισθοδρόμηση, θα φέρει τις κοινωνικές δυνάμεις μπροστά στο δίλημμα του κομφορμισμού, ή της διατήρησης των κεκτημένων. Αν η κοινωνία δεν αντιληφθεί ότι ένα τέτοιο δίλημμα δεν λύνεται παρά μόνο με την έφοδο της κοινωνίας προς τα εμπρός, απελευθερωμένη από διαχωρισμούς, τότε η κατηφόρα αυτή δείχνει τη προοπτική της καταστροφής. Του μεγάλου πολέμου.
Συνοψίζοντας, η πατριαρχία αποτέλεσε τη βάση πάνω στη παρακμή της οποίας δομήθηκε η φαλλοκρατία. Η φαλλοκρατία σε συνθήκη κοινωνικού ανταγωνισμού στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού μετατράπηκε σε μια από τις αρκετές “κυψελίδες” των κοινωνικών διαχωρισμών, που τρέφονται από το κοινωνικό εκφασισμό. Το έμφυλο, το ρατσιστικό, το ταξικό, το ιεραρχικό, το σπισιστικό, είναι πεδία επιβολής, ενός γενικότερου καμβά ενδοκοινωνικού ανταγωνισμού, κι αναπαραγωγής κυριαρχίας. Μιλάμε για ένα γενικό καμβά αξιών κυριαρχίας, που έρχεται από το απώτατο παρελθόν, και μεταλλάσσεται κι εξελίσσεται και διαφοροποιείται ανάλογα με τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες.
Έτσι η πατριαρχία διαμορφώνεται στα χρόνια του ύστερου καπιταλισμού σε φαλλοκρατία, και από εκεί, ο νεοφιλελευθερισμός τη μετασχηματίζει σε μία από τις πολλές εκφράσεις του κοινωνικού εκφασισμού.
Υπάρχει λοιπόν, σαφής διάσταση, μεταξύ των όρων, πατριαρχία -φαλλοκρατία, αλλά κι εγκλημάτων φύλου ως συνέπεια του κοινωνικού εκφασισμού, και θεωρώ πως μια κριτική πάνω στις σχέσεις κυριαρχίας μεταξύ των φύλων, θα πρέπει να εστιάζει σωστά, αν θέλει να είναι αξιόπιστη. Αλλιώς είναι ευάλωτη και αφομοιώσιμη.
Η επικέντρωση στην έμφυλη φύση των εγκλημάτων -και όχι στη φασίζουσα, είναι αντιπερισπασμός και μάλιστα με αβέβαια αποτελέσματα, αφού ακόμα και θεσμικά ελάχιστα πράγματα μπορούν να γίνουν. Ακόμα κι ενδοκοινωνικά, οι ομάδες που ειδικεύονται στο μερικό αυτό αγώνα, έχουν μικρή αποτελεσματικότητα, αφού οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες εκκολάπτουν τέτοια εγκλήματα. Έτσι ένα ολόκληρο χειραφετημένο δυναμικό, ασχολείται με μερικούς αγώνες, πόροι χάνονται σε υποθέσεις ανεπίλυτες εξαντλούμενες σε κραυγές καταγγελίας, και χτίζονται κάστρα που υπόσχονται καριέρες στο lobbying.
Συνεπώς, είναι εξαιρετικά επείγον κι απαραίτητο, να δούμε το όλον. Και να καταφέρουμε ενώνοντας τις δυνάμεις μας, να δημιουργήσουμε τις ορδές εκείνες, που χωρίς να χάνουν τη σκληρή αυτοκριτική τους στάση, να οδηγούνται από το άστρο της συνολικής απελευθέρωσης.
Υποβολή απάντησης