Γεννήθηκα στα 1963 σε μια μικροαστική συνοικία της Αθήνας. Μεγάλωσα παίζοντας μπάλα στην αλάνα απέναντι από το σπίτι μου. Τα ξαδέρφια μου έτρωγαν μια φορά την εβδομάδα κρέας, -εμείς δυό με τρεις, και έμεναν σε ένα μικρό τριάρι 6 άτομα. Εμείς καλύτερα. Μας ένωνε η αλάνα, τα ποδήλατα, και ο ίδιος τρόμος όταν έπρεπε να φάμε μουρουνόλαδο για να δυναμώσουμε. Ακούσαμε την «κυρία Καβουρίνα» του Θεοδωράκη στα πέντε μας κρυφά με ολόκλειστα τα παράθυρα. Ήταν απαγορευμένος. Ακούσαμε τις ερπύστριες των τεθωρακισμένων και το κροτάλισμα των πολυβόλων στα δέκα μας, όταν διάβαιναν την Πατησίων τουφεκίζοντας στους άδειους δρόμους έτσι για να μοιράσουν τρόμο. Σκοτάδι.
Ήρθε η μεταπολίτευση κι ένα γενικευμένο κλίμα χαράς κι αισιοδοξίας επέλασε σαν φωτεινό κύμα. «..όταν χαμογελάνε, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο! Η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες με σημαίες και με τραγούδια…»
Όλα θα πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερα τώρα! Πρόοδος μόνο. There is no alternative! Οι οικοδόμοι στους δρόμους και οι φοιτητές στις οργανώσεις της αριστεράς. Πσκ. ΠΑΣΠ, ΠΠΣΠ, ΚΟΜ Μαχητής, Ρήγας, ΕΚΚΕ, ΑΑΣΠΕ, και αναρχικοί, τα πανεπιστήμια όργαζαν από ιδεολογική διαβούλευση. Οίστρος προωθημένων θέσεων και συζητήσεων. Μόνο πρόοδος. Η δεξιά φάνταζε απλά σαν μια μεταβατική παρένθεση προς την ριζοσπαστική αριστερά, με όρους κοινωνικής ειρήνης. Οι δεξιοί στα πανεπιστήμια εξαφανισμένοι. Μόνο πρόοδος!
Πασόκ στη κυβέρνηση. Ποτέ πια δεξιά! Τώρα μόνο μπροστά, προοδευτικά. Η δεξιά στον σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας, για πάντα. Και η αφεντιά μου στον μπαχτσέ της αναρχίας. Έτσι! Όσο πιο προωθημένα τόσο πιο καλά. Να σύρουμε το κάρο με ταχύτητα, «να το βγάλουμε από τη λάσπη».
“Θα φτιάξουνε σχολεία που θα καλλιεργούν την κριτική σκέψη και θα καταργήσουν την παπαγαλία.” Είπαν.
Δεν φτιάξανε σχολεία που να καλλιεργούν την κριτική σκέψη και να καταργήσουν την παπαγαλία.
Κι ήρθαν τα φράγκα. Και φύγαμε απ΄τα Πατήσια και “κόψανε” τα μουρουνόλαδα και το τριάρι έγινε πεντάρι για τέσσερις, κι εμείς χαθήκαμε στην αγωνία ενός πεντακοσάρικου να κάνουμε διακοπές δυο μήνες. Και τα σχολεία δίδασκαν παπαγαλία κι όλοι είχαν αυτοκίνητο και λίγδωσε τ’ αντεράκι τους. Και πήραν κι έγχρωμη, και αγόρασαν εφημερίδες με περιοδικά ένθετα και cd. Άλλοι πήραν διαμερίσματα για να σπουδάσουν οι κόρες με τα λεφτά του ΚΠΣ της ΕΟΚ. Καλά ήταν δε λέω αλλά να…, όταν σκότωσαν το πρώτο παιδί, -το Μιχάλη εννοώ, κανείς δεν άκουγε. Συζητούσαν για το ποια είναι η καλύτερη έγχρωμη τηλεόραση για να αγοράσουν. Κι όταν οι Last Drive έπαιζαν μανιασμένα μέσα στη βροχή στο προαύλιο του Πολυτεχνείου για τη μνήμη του Μιχάλη, στο προαύλιο ήμασταν εμείς κι εμείς ενώ αυτοί όλοι έβλεπαν διαφημίσεις στη τηλεόραση… «Ανθός» εμείς, κοινωνικά έκπτωτος όμως.
Γιατί τότε εκκολάφτηκε αυτό που απαντάει στο σήμερα
1990. Lifestyle περιοδικά εν είδει νεωτερικότητας και καταναλωτικό ντελίριο. Μια νέα γενιά απολιτίκ καταναλωτών που νιώθει μετανεωτερικά διαβάζοντας ΚΛΙΚ και Γυναίκα. Αισθητικές αντιγραφές όλα από τα περιοδικά του «χώρου» «Convoy σε άγρια σύγκρουση», Αρένα, Σπάστης. Το lifestyle του καταναλωτισμού σε έξαρση. Το “αποενεχοποιήσου μωρό μου” αλλά και lifestyle πρωινά σκουπίδια που εκβλαμενίζουν νοικοκυρές, έρχονται σαν υστερική αντίδραση στην όποια στέρηση των προηγούμενων χρόνων.
Ο «μάγκας» που έχει τις πιο ωραίες “γκόμενες”, έχει και τα πιο ωραία αμάξια, αλλά κι αντίστοιχα θα πρέπει να είσαι σούπερ γκόμενα για να έχεις σκαφάτο άντρα. Για 10 χρόνια φουλ βομβαρδισμός lifestyle προτύπων, αυτού που μας “ξεβλάχεψε”. Η διαφήμιση έγινε το καθρεφτάκι των ιθαγενών. Κι έτσι έρευσε σαν «αλκοόλ» στο αίμα δηλητηριάζοντας στην κατανάλωση όλους. Η ντουλάπα του Ρίτσαρντ Γκηρ στο «Just a gigolo» έγινε must και τα ταγιέρ κοστούμια το όνειρο κάθε γυναίκας.
Το χρηματιστήριο έδινε τον ρυθμό και μια κοινωνία ολόκληρη τραμπαλιζόταν ανέμελα χασκογελώντας για την ανέλπιστη “επιτυχία” και το ένστικτο που κερδίζει. Η μόνη προβεβλημένη διαμαρτυρία ήταν για τον περιορισμό του ωραρίου των καταστημάτων, με happening το στριπτήζ πάνω στην οροφή ενός αυτοκινήτου. (Ναι έχει δει και τέτοια διαμαρτυρία το Σύνταγμα. Έχει δει και Δεκεμβριανά, έχει δει και «Πλατείες», αλλά τότε έβλεπε στριπτήζ). Το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ» περιφέρθηκε στους δρόμους με όλη εκείνη την αλαζονική αναισθησία που σαν κουλτούρα κάλυπτε τους νεκρούς Αλβανούς εργάτες στα Ολυμπιακά έργα.
Φτιάχτηκαν γενιές τρυφηλών καταναλωτών που θεωρούσαν αυτονόητο το δικαίωμα στην καταναλωτική χλιδή. Κι αυτοί έφτιαξαν παιδιά στα οποία έμαθαν να διεκδικούν για τον εαυτό τους τη χλιδή με κάθε μέσο με κάθε τρόπο σαν μοναδικό σκοπό της ζωής. Γιατί αυτό που προέχει είναι η εικόνα του επιτυχημένου μέσα από την επίδειξη. Μια κουλτούρα της ιδιοτέλειας, του δικαιώματος στην άκοπη χλιδή, της ευκολίας στην κατάκτηση ψευδεπίγραφων επιτυχιών. Τα καμάρωσαν οδηγούς ελικοπτέρων που μετέφεραν κόκες για λογαριασμό των αφεντικών τους…
Ιδιωτεία.
Ο αξιακός κώδικας ενταφιάστηκε ως αναχρονιστικός. Όχι γιατί ήταν αναχρονιστικός, αλλά γιατί ήταν αξιακός.
[Η αναρχία μόνη συνεπής σαν ξεχασμένη στο χρόνο κρατώντας γερά τα διαχρονικά της νοήματα και το αξιακό. Σαν μορμόνοι αναχρονιστικοί αλλά και σαν σοφοί αποστασιοποιημένοι δάσκαλοι αντιστέκονται στο γενικό κλίμα. Το Indymedia πρωτοπορεί βασισμένο στην αυθεντικά ανιδιοτελή ανατρεπτική δημιουργικότητα.]
Κι έρχεται η χρεοκοπία και τα γερά χαστούκια της πραγματικότητας. Κι ο νέος βλέπει να χάνει “το δικαίωμα στην χλιδή”, αλλά δεν αντιλαμβάνεται ότι έχει ήδη χάσει το δικαίωμα στην ζωή αφού ποτέ δεν το έμαθε. Και γέμισε μίσος από το “αδιέξοδο” μιας αντεπιστροφής της πραγματικότητας που τον μηδενίζει. Πήρε μαχαίρι κι έτρεξε να πάρει ζωές αθώων. Των αδύναμων, που του θυμίζουν πόσο πραγματικά αδύναμος αποκαλύφθηκε μόλις το καταναλωτικό του όνειρο ξέπεσε. Και ξόρκισε την αδυναμία του πάνω στα ματωμένα σώματα των μεταναστών. Πάνω στα αδύναμα σώματα των γυναικών. Πάνω στα αθώα κορμάκια των παιδιών.
Αυτό το μίσος είναι που πυορροεί σήμερα. Αυτό το πύον που καλλιεργήθηκε 30 χρόνια τώρα σε μια κοινωνία διψασμένη για ευμάρεια αλλά χωρίς πνευματικό έρμα. Χωρίς καλλιέργεια , χωρίς βοήθεια, χωρίς συνείδηση. Και αυτό, δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνταγή επιτυχίας ενός ολόκληρου εμπορευματικού συστήματος. Γιατί το σύστημα θέλει καταναλωτές, δεν θέλει κριτική σκέψη, δε θέλει πνευματικό έρμα, δεν θέλει καλλιέργεια.
Ευτυχώς ξέφυγαν αρκετοί από την συνταγή. Κι είμαστε κι εμείς υποχρεωμένοι να πιούμε το ποτήρι μιας κοινωνίας δηλητηριασμένης, και να σύρουμε το κάρο έξω από την λάσπη. Μόνοι μας αυτή τη φορά χωρίς σωτήρες. Έφτασε ο κόμπος στο χτένι, και οι κοινότητες είναι ο μόνος δρόμος μιας κοινωνίας σε σήψη. Η διέξοδος θε ναρθεί από όσους ξέφυγαν από την «συνταγή».
Δεν χρειάζεται απογοήτευση. Δημιουργικότητα θέλει, ώστε να ξεκινήσουμε από τα κάτω να χτίζουμε την κοινωνία που ονειρευόμαστε. Έναν μπαχτσέ ανθρώπων όπου ακόμα και τα γαϊδουράγκαθα με σεβασμό θα παίρνουν τη θέση που τους αναλογεί…
Υποβολή απάντησης