Κόμματα, ταυτότητες και πραγματικότητα…

Στον πολιτικό διάλογο κατατίθενται αμφισβητήσεις σχετικά με τις πολιτικές ταυτότητες των κομμάτων. Η πιο μεγάλη συζήτηση γίνεται για τον Σύριζα και το αν είναι αριστερό κόμμα. Αντίστοιχες συζητήσεις αμφισβήτησης της αριστεροσύνης γίνεται από τα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς προς το ΚΚΕ, κι αντίστοιχα και στην άλλη μπάντα από την ακροδεξιά που αμφισβητεί την εθνικοφροσύνη των δεξιών της ΝΔ.

Μιλώντας για τον πολιτικό χάρτη της χώρας, να ξεκαθαρίσουμε ότι τα κόμματα χαρακτηρίζονται αριστερά δεξιά κεντρώα, ακροδεξιά και ακροαριστερά, από τις θέσεις που καταλαμβάνουν στη βουλή, αυτοπροσδιορίζοντας συμβολικά την ουσία. Δηλαδή τον αυτοπροσδιορισμό τους ως πολιτική ταυτότητα.

Η πραγματικότητα όμως, η αληθινή τους ταυτότητα όμως, από τι προσδιορίζεται;

Ξεκινάμε με τη παραδοχή είναι ότι γενικότερα τα κόμματα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας είναι εκπρόσωποι συμφερόντων, και ως τέτοια οι πολιτικές τους, είναι στην μεγάλη τους πλειοψηφία επιλογές συμβιβασμών μεταξύ των αντιτιθέμενων συμφερόντων και ειρηνικής ρύθμισής τους. Συνεπώς οι πολιτικές τους καθορίζονται από συσχετισμούς δυνάμεων που επιδίδονται σε πολιτικό ανταγωνισμό ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα τους.

Μια πρώτη σωστή απάντηση στην αρχική ερώτηση είναι, από τα προτάγματα που ευαγγελίζονται. Από τα ιδεολογικά τους οράματα και τον σχεδιασμό για να φτάσουν στην υλοποίησή τους. Η ιδεολογία τους είναι ένα σαφές ταυτοτικό στοιχείο. Όμως, σε κάθε περίπτωση, όταν αυτή δεν υλοποιείται από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, δεν συμπεριλαμβάνεται στα προγράμματα, δεν υπερασπίζεται στις θέσεις και δεν εκφράζεται στις δηλώσεις από όσους εκπροσωπούν τα κόμματα, το ταυτοτικό στοιχείο αλλοιώνεται.

Άρα, σημαντικός παράγοντας πολιτικού προσδιορισμού είναι και η συνέπεια ανάμεσα στα ιδεολογικά προτάγματα και την εφαρμογή τους αν πρόκειται για διακυβέρνηση, ή την ρητή και συνεπή υποστήριξή τους όταν πρόκειται για την αντιπολίτευση. Μάλιστα παρατηρούμε, ότι όσο τα πολιτικά κόμματα είναι είτε εξωκοινοβουλευτικά είτε με μικρή μειοψηφία στο εκλογικό σώμα, ενίοτε και με μικρή εκπροσώπηση στη βουλή, ο λόγος τους είναι αιχμηρός, ριζοσπαστικός και ρηξικέλευθος. Όσο όμως μεγαλώνουν μπαίνουν στη βουλή κι ενίοτε συγκυβερνούν ή κυβερνούν, ο λόγος τους λειαίνει και αν όχι συντηρητικοποιείται, και τουλάχιστον πλησιάζει αν δεν ταυτίζεται με την κυρίαρχη άποψη της κοινής γνώμης. Γιατί γίνεται αυτό;

Αυτό γίνεται γιατί αντικειμενικός σκοπός του κάθε κόμματος, υπό κανονικές συνθήκες είναι να καταλάβει την εξουσία και να κυβερνήσει. Όταν λοιπόν μεγαλώνει η ισχύς των κομμάτων, μετατοπίζεται το κέντρο βάρους της πολιτικής στόχευσης, από το ιδεολογικό -προταγματικό, στο στόχο της ενίσχυσης (ή και συντήρησης) της εκλογικής δύναμης ή ακόμα και της διακυβέρνησης. Και για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι απαιτούνται όλες εκείνες οι «προσαρμογές» που θα κάνουν υλοποιήσιμα τα άμεσα σχέδιά τους, εφαρμόσιμες και βιώσιμες τις πολιτικές τους.

Και όταν λέμε «προσαρμογές», αυτές δεν μπορεί παρά να είναι δύο: η κυρίαρχη κοινωνική νοοτροπία, και η κυρίαρχη οικονομική ολιγαρχία. Συνεπώς η πολιτική ταυτότητα ενός κόμματος όσο μεγεθύνεται συνδιαμορφώνεται και τους δύο παραπάνω παράγοντες με όποιες οπισθοχωρήσεις, συμβιβασμούς και συμφωνίες απαιτούνται να γίνεται αυτό.

Αναφορικά με την κοινωνική συνθήκη:  όταν μια κοινωνία είναι εξόχως συντηρητική, θρησκόληπτη, εθνικιστική στην κυρίαρχη νοοτροπία της, τα κόμματα της αριστεράς και της προόδου, υιοθετούν θέσεις για το τείχος και το μεταναστευτικό που εκφράζονταν κυρίως από ακροδεξιά χείλη (βλ. συνέντευξη τύπου Τσίπρα στη ΔΕΘ για τα επιδόματα των μεταναστών), ή του ΚΚΕ για το σύμφωνο συμβίωσης. Όπως και ανάποδα, όταν οι δεξιοί υιοθετούν φιλεργατική ρητορική την ίδια ώρα που νομοθετούν το 10άωρο, ή όταν ήταν αντιπολίτευση που υπερψήφισαν την «13η σύνταξη»που βέβαια δεν εφάρμοσαν αφού τους επέτρεψε η πλειοψηφική εντολή. Συνεπώς η κυρίαρχη κοινωνική νοοτροπία, που χειραγωγείται καθημερινά από τα ΜΜΕ, με την μορφή της κοινής γνώμης, συνδιαμορφώνει την «συμπεριφορά» ενός κόμματος, επηρεάζοντας την ταυτότητά του με δραστικό τρόπο όσο πλησιάζει την κατάκτηση της εξουσίας, ή όταν την ασκεί. Και η κοινή γνώμη των ψηφοφόρων τους πλάθεται σε μεγάλο βαθμό από τα ΜΜΕ αφού η πολιτική αγωγή και μόρφωση, το πολιτικό κριτήριο είναι σε μεγάλο βαθμό χαμηλού επιπέδου.

Σε ποιον ανήκουν αυτά τα ΜΜΕ; Μα στην ολιγαρχία του τόπου φυσικά. Συνεπώς η ολιγαρχία με έμμεσο τρόπο μέσα από τα πρωινάδικα και τα τηλεπαιχνίδια συνδιαμορφώνει μέσα από την χειραγωγημένη κοινή γνώμη την συμπεριφορά των κομμάτων και με αυτό τον τρόπο την ταυτότητά τους.

Η πίεση των ολιγαρχών ενίοτε είναι και άμεση. Ένα τηλεφώνημα από τον «μεγάλο», είναι αρκετό αν όχι για να κατουρηθούν επάνω τους οι «ηγέτες» της φακής, τουλάχιστον να προβληματιστούν για το πώς θα υλοποιήσουν την «εντολή», λειαίνοντάς την αγόμενη προς την κοινωνία με διάφορους τρόπους. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση ένα απαντητικό  τηλεφώνημα από τον «χεσμένο» πθ που βάζοντας στη συζήτηση τη «μεθοδολογία υλοποίησης» της εντολής με τις δυσκολίες της, μπορεί να διευθετήσει τα πράγματα, αφήνοντας και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα γεμάτη.

Συνεπώς η ολιγαρχία του τόπου εκμεταλλευόμενη την προνομιακή της θέση στη κοινωνική χειραγώγηση, αλλά και το αδύνατο σημείο των κομμάτων που είναι η κυβερνησιμότητα στην καλύτερη περίπτωση (υπάρχει και η χειρότερη που είναι η οικονομική χρεοκοπία τους και η συνεπαγόμενη αναγκαιότητα για οικονομική ενίσχυση-εξάρτηση), διαμορφώνει την πολιτική ταυτότητα των κομμάτων και συνολικά το τοπίο εξασκώντας πιέσεις.

Τέλος, είναι και η ίδια η ψυχολογική κατάσταση των πολιτευτών, που σαν ψυχικά εξαρτημένοι από την ματαιοδοξία τους είναι έτοιμοι «να πουλήσουν και τη μάνα τους» προκειμένου να ικανοποιήσουν το πάθος τους για δόξα, πόσο μάλλον να ξεπουλήσουν το αξιακό περίγραμμα του κόμματος. Η ψυχοπαθολογική εξάρτηση από την «πολιτική», είναι ένα πάθος εφάμιλλο του τζόγου. Όσο πιο μεγάλο το πάθος, τόσο και μεγαλύτερες οι εξαρτήσεις από τους «χορηγούς», προσωπικούς και κομματικούς, που έχουν καταλάβει την αδυναμία των πολιτευτών κι αγοράζουν υποσχέσεις και ρουσφέτια.

Αυτά τα παραπάνω μάλλον είναι εξαιρέσεις στην αριστερά, λόγω ιδεολογικού υπόβαθρου αλλά και της μικρής εξουσιαστικής ιστορίας, αν και έχουν αναφερθεί δοσοληψίες με τα αφεντικά σε συνδικαλιστικό επίπεδο. Άλλωστε όταν ο “σκοπός αγιάζει τα μέσα”, τίποτα δεν αποκλείει γενναίες δωρεές «για να κάνουμε τα στραβά μάτια», ή να εξομαλύνουμε εργασιακές διαφορές. Όπως και να έχει στο σημείο αυτό υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά του αριστερού στρατευμένου στο κόμμα πολιτευτή-γραφειοκράτη, και του δεξιού ιδιοτελή ματαιόδοξου πολιτικάντη.

Όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν μια πραγματική ταυτότητα στα κόμματα, που απέχει παρασάγγες από το δεξιό-αριστερό. Η πολιτική «ως τέχνη του εφικτού» -εγώ θα την αποκαλούσα μετα-πολιτική, οφείλει να είναι εφαρμοστέα. Και για να είναι εφαρμοστέα, θα πρέπει τα κόμματα να προσαρμοστούν στην κατάσταση που βρίσκουν, και να υλοποιήσουν πολιτικές με βάση τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό. Το ότι τον χάνουν εντελώς στην πορεία, συνήθως τη δεύτερη τετραετία στην κυβέρνηση, είναι για τα λεγόμενα προοδευτικά κόμματα η δεκαετία του εξουσιαστικά προκαλούμενου, ιδεολογικού τους εκφυλισμού.

Συνεπώς αν ευαγγελίζεσαι την όποια αλλαγή, στη συλλογιστική ενός κόμματος οφείλεις να ξεκινήσεις από εκεί που βρίσκεσαι και να πάρεις το νήμα προς το αξιακό σου, όσο μπορείς.

Έτσι εξηγείται πως ο Σύριζα έπιασε το νήμα το Σεπτέμβρη του 2015, από εκεί ακριβώς που το βρήκε το Γενάρη αφού η διακυβέρνηση του Γενάρη του 15, απέτυχε με τις διαπραγματεύσεις να παράξει την υπέρβαση να θέσει την γραμμή εκκίνησης πιο προωθημένα απ΄όσο ήταν.

Η πολιτική που άσκησε υπό επιτροπεία εντάσσεται στο ιδεολογικό περίγραμμα του κοινωνικού φιλελευθερισμού της Καραμανλικής περιόδου, με εξάρσεις νεοφιλελεύθερες λόγω μνημονιακών υποχρεώσεων αλλά και φιλολαϊκές όπου του επιτρεπόταν. Μια στάση που υπαγορευόταν από την Ε.Ε., ως γνήσιο εκφραστή των συμφερόντων της νεοφιλελεύθερης ολιγαρχίας, αλλά και από ένα κομμάτι του εδώ ακραίου κέντρου.

Κατά τον χρόνο που ο Σύριζα απηλλάγη από την επιτροπεία αλλά και από την συγκυβέρνηση, δεν έκανε όλα εκείνα που θα έπρεπε ώστε να δικαιολογήσει το «ριζοσπαστικό» στον τίτλο του. Δίνοντας δείγματα γι αυτό που θα επακολουθούσε αν επανεκλεγόταν στην κυβέρνηση. Δηλαδή την προσαρμογή στην συνθήκη που έβρισκε, την προσαρμογή στην εκκλησιαστική εξουσία, στην αστυνομική αυθαιρεσία, πιθανά  στην δικαστική ελίτ, το τραπεζικό σύστημα, την “κοινή γνώμη” και φυσικά την ολιγαρχία.

Κι αυτό τεκμαίρεται και από την δεξιά στροφή που κάνει στην προεκλογική του καμπάνια, προσδοκώντας ψηφοθηρικά να αποκομίσει οφέλη από τον κεντρώο και μετριοπαθή κεντροδεξιό χώρο. Η στροφή αυτή βασίζεται σε μια λανθασμένη για εμένα αντίληψη, ότι η γραμμή του κόμματος θα πρέπει να εναρμονιστεί με την ευρύτερη “κοινή γνώμη”, που ο Σύριζα βλέπει να είναι στο κέντρο, ενώ στην πραγματικότητα κεντροβαρίζει στον ευρύτερο ριζοσπαστισμό. Προφανώς επιλέγεται ως προεκλογική τακτική, μάλλον γιατί η απέχθεια προς τον Μητσοτάκη θα συσπειρώσει και τους αριστερούς ή ακραίους αριστερούς ψηφοφόρους. Όσο το ενδεχόμενο κατάληψης της εξουσίας πλησιάζει, και οι απαιτήσεις για εφαρμοστέες πολιτικές με όλους εκείνους τους συμβιβασμούς που απαιτούνται με τους ολιγάρχες του τόπου αλλά και την συντηρητική εθνικόφρονα κοινωνία, τόσο η φυσιογνωμία του κόμματος αλλοιώνεται, σε επίρρωση της ρήσης του Μπακούνιν μιλώντας για τους εργάτες που γίνονται βουλευτές και μετατρέπονται σε αστούς, ότι οι καταστάσεις φτιάχνουν τους ανθρώπους και όχι οι άνθρωποι της καταστάσεις.

Έτσι λοιπόν και κατά αναλογία, θα έλεγα ότι η εξουσιαστική συνθήκη διαμορφώνει την ταυτότητα του κόμματος και όχι το κόμμα την εξουσιαστική συνθήκη. Και αυτό γιατί  όταν το μέσο –που είναι η κατάληψη της εξουσίας για την «αλλαγή», γίνεται σκοπός, τότε μετατρέπεται σε αυτοσκοπό και μεταλλάσσει το μέσο. Το είδαμε και με το Πασοκ αυτό, το είδαμε και με τη μεταπολιτευτική δεξιά.

Θυμηθείτε το πρώιμο Πασόκ με τη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη κι αυτό του Σημίτη και του Γιωργάκη. Την Καραμανλική δεξιά και τον δεξιό εσμό που κυβερνάει σήμερα. Όλα κλασσικά παραδείγματα αποποίησης των ταυτοτήτων και προσαρμογής στην «διαχείριση» της εξουσίας.

Άφησα το ΚΚΕ για το τέλος αφού πρόκειται για εκείνο το κόμμα που δείχνει εκ πρώτης όψεως ότι είναι το μόνο που συντηρεί την ιδεολογική του ταυτότητα, και “γι αυτό δεν φθείρεται η εικόνα του” απ΄την προσαρμογή στο συστημικό υπάρχον. Προτάσσει αντισυστημική ρητορική καταγγέλλοντας το αστικό καπιταλιστικό σύστημα, γι αυτό και δεν συγκυβερνάει, από την άλλη όμως συμμετέχει στις εκλογές της αστικής δημοκρατίας με όρους ανταγωνιστικούς, και καταλαμβάνει τα αριστερά έδρανα του αστικού κοινοβουλίου.

Περιμένει να ωριμάσουν οι συνθήκες για να δημιουργηθεί λαϊκό κίνημα, αλλά παρ’ όλο τον αγώνα που κάνει δεν έρχεται κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.  Κοντεύουν 50 χρόνια τώρα που βρίσκεται στο ίδιο σημείο, και με εξαίρεση την προσπάθεια με τον Συνασπισμό, δεν έχουν αναλάβει κάποια πρωτοβουλία διαφορετική τακτικά από αυτή που ακολουθούν όλα αυτά τα χρόνια.

Επικαλείται δανεικά το σύνθημα «ο λαός σώζει το λαό», που ως πρόταγμα δείχνει μιαν άλλη κατεύθυνση, αυτήν της κοινωνικής αυτοργάνωσης, αλλά στην πράξη εννοεί την ένταξη στο μαντρί, αφού ο λαός που σώζει δεν μπορεί παρά να είναι στο κόμμα. Κίβδηλο σύνθημα με όρους εξαπάτησης. Η απουσία επινόησης νέων τακτικών, αλλαγών του τρόπου και του λόγου, η συμφιλίωση με τη στασιμότητα, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ΚΚΕ είναι μια κομματική γραφειοκρατία που συντηρείται με όρους αυτοσυντήρησης και αναπαράγεται στον χρόνο, σβήνοντας μάλλον αργά.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν πως καμιά εξουσιαστική διαχείριση κοινωνική ή αντικοινωνική, δεν μπορεί να ικανοποιήσει τα πραγματικά κοινωνικά διακυβεύματα. Αυτά της ευημερίας σε συνθήκη ισότητας κι ελευθερίας ταυτόχρονα. Κι αυτό γιατί ο αναρχισμός έχει αποδείξει με τα δικά του αναλυτικά εργαλεία ότι κανένα κόμμα και καμιά αντιπροσώπευση, δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις κοινωνικές ανάγκες, αφού αυτά βρίσκονται έξω από την ουσία της κοινωνίας.

Μόνο η κοινωνική επανάσταση για τη κοινωνική απελευθέρωση από το κράτος και το κεφάλαιο μπορεί να φέρει την κοινωνική αυτοεκπλήρωση. Και για να έρθει αυτή θα πρέπει εμείς από μόνοι μας να παλέψουμε φτιάχνοντας μέσα από τις αλληλέγγυες σχέσεις τους όρους της διαβίωσής μας μέχρι να ωριμάσουμε εμείς τη συνθήκη δυσανεξίας απέναντι στου κράτος και τα αφεντικά.

Για να γίνει η κοινωνική επανάσταση πραγματική προοπτική, οφείλει στο πολιτικό της πρόγραμμα να εντάξει βιωματικά στοιχεία, σε άμεση διασύνδεση με τα ιδεολογικά προταγματικά της. Να ιδεολογικοποιήσει το βίωμα, υποτάσσοντας το βιωματικό στο αξίωμα. Το οικονομικό στο πρόταγμα. Το καθημερινό στο αλληλέγγυο.  Να το εντάξει σε ένα ανεξάρτητο αυτόνομο,πολιτικό πλαίσιο υλοποιούμενης αλληλεγγύης και χειραφέτησης από τα κάτω. Ένα δίκτυο.

Η όποια απελευθερωτική προοπτική έρχεται μόνο από την χειραφέτηση της κοινωνίας από το σύστημα κράτος –κεφάλαιο, και για να γίνει αυτή πράξη, απαιτούνται πολύμορφοι πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες από τα κάτω, ούτως ώστε να εκδηλωθεί η πραγματική δυσανεξία  απέναντί του. Αν απομένει λοιπόν κάτι σε εμάς είναι έχοντας ένα ευτυχές όραμα, να ξεκινήσουμε την πραγματική αλλά και πολιτική υλοποίηση ταυτόχρονα και παράλληλα με όλες μας τις δυνάμεις.

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*