Με αφορμή τις πρόσφατες προσπάθειες για μια αναρχική πολιτική οργάνωση, θα ήθελα να συνεισφέρω την άποψή μου προκειμένου να βοηθήσω στην σωστή κατά την γνώμη μου κατεύθυνση.
Η αρχή της συνέπειας μέσων και σκοπού είναι εκείνο το αξιακό που οφείλει να καθοδηγεί την σκέψη σε κάθε βήμα των πολιτικών εγχειρημάτων. Με βάση αυτήν την αρχή, η αναρχική πολιτική οργάνωση οφείλει να αποτελεί πιστή προεικόνιση της κοινωνίας που θέλουμε. Και η κοινωνία που οραματιζόμαστε, διοικείται πολιτικά με πολύ συγκεκριμένο τρόπο: με τη συνέλευση ως αποφασιστικό όργανο της κοινότητας,τις εντελόμενες επιφορτισμένες ομάδες έργου ως εκτελεστικά της όργανα, με άμεσα ανακλητούς εκπροσώπους και ανακυκλούμενη στελέχωση. Σε υπερτοπικό επίπεδο, με τις αποκεντρωμένες αυτόνομες κοινότητες που ελεύθερα, εθελούσια κι κυρίως με βάση τις ανάγκες τους, συστήνουν ομοσπονδίες κοινοτήτων ώστε αυτές να καλύπτουν τις ανάγκες, πάνω στη βάση κοινών συμφωνιών. Οι ομοσπονδίες μπορούν να συστήσουν και τριτοβάθμιο όργανο, τη συνομοσπονδία, στο βαθμό που οι ανάγκες το απαιτούν.
Προτείνουμε δηλαδή ένα μοντέλο οργάνωσης, τα κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι ο αποκεντρωτικός χαρακτήρας, η πλήρης ελευθερία και αυτονομία των κοινοτήτων, καθώς και οι αμοιβαίες συμφωνίες μεταξύ τους. Αυτό ακριβώς οφείλει να είναι και το μοντέλο οργάνωσης των αναρχικών συλλογικοτήτων, και νομίζω ότι αυτό αντιστοιχεί σε ένα αναρχικό σχέδιο. Οι αυτόνομες κι ελεύθερες συλλογικότητες δηλαδή αποτελούν τα μέλη μιας ομόσπονδης οργάνωσης συλλογικοτήτων, που εθελούσια την συστήνουν ως ομοσπονδία, πάνω στη βάση μιας αμοιβαίας συμφωνίας, που αποτελεί έναν καταστατικό χάρτη και μάλιστα ετήσια αναθεωρήσιμο.
Αυτή η συμφωνία, οφείλει να είναι σφιχτή σε αξιακό επίπεδο βάσει του οποίου δρομολογούνται οι στρατηγικές και κατ’ επέκταση και οι τακτικές. Ο βαθμός ευχέρειας στη διαχείριση των τακτικών μπορεί να είναι χαλαρός, στο βαθμό που η συλλογικότητα θα πρέπει να έχει ελευθερία κινήσεων για να παράξει το έργο της όπως εκείνη το αντιλαμβάνεται στη συνθήκη που εκείνη βιώνει. Άρα ο βαθμός των δεσμεύσεων στην κοινή συμφωνία αφορά κυρίως στο αξιακό κομμάτι και στις στρατηγικές.
Σε κάθε περίπτωση οι συλλογικότητες που συνιστούν την ομόσπονδη οργάνωση, διαβαθμίζουν το βαθμό της σύνδεσης με την οργάνωση αφού έχουν συνδιαμορφώσει εντός τους και καταθέσουν τη πρόταση στην όποια προπαρασκευαστική δομή για την οργάνωση. Και από την άλλη η οργάνωση επιδιώκοντας το μάξιμουμ της διαβάθμισης της διασύνδεσης των συλλογικοτήτων, καλό είναι να αποδεχτεί το μίνιμουμ ως το σωστό, στο βαθμό που ο σκοπός της οργάνωσης θα πρέπει να είναι η συμπερίληψη όλων των συλλογικοτήτων που προσυπογράφουν το ίδιο αξιακό και τις εκπορευόμενες στρατηγικές. Και αυτό γίνεται στη στρατηγική της ποιοτικής και ποσοτικής ενίσχυσης της οργάνωσης, πράγμα εξαιρετικά αναγκαίο.
Ένα από τα πολλά που μας δίδαξε η τελευταία εμπειρία με την προσπάθεια για την Αναρχική Ομοσπονδία, αυτό ήταν ότι επιδιώχθηκε ένας δυσανάλογα μεγάλος βαθμός σύνθεσης στο καταστατικό, το οποίο συντάχθηκε στη βάσανο συμφωνίας μέχρι της τελευταίας τελείας, παύλας και κόμματος… Και μέσα από αυτήν τη διαδικασία, αναδύθηκαν διαφωνίες, με αποτέλεσμα η εξέλιξη στην πορεία να μην ήταν ανάλογη των αρχικών φιλοδοξιών.
Συνεπώς το αξιακό πλαίσιο οφείλει να είναι ανάλογο των απαιτήσεων της κάθε εποχής. Καλό είναι πάντα στην αρχή το πλαίσιο κυρίως των θέσεων να είναι γενικό, ώστε οι συλλογικότητες διαθέτοντας πλήρη ελευθερία κινήσεων να βρουν το βηματισμό τους συντονιζόμενες με άλλες. Αυτός ο βηματισμός θα μπορέσει να δώσει ευκαιρίες για μεγαλύτερη ομοιογένεια, που είναι προϋπόθεση για σφίξιμο του πλαισίου στην πορεία εφόσον αυτό είναι αναγκαίο. Βασική αρχή αυτής της λειτουργίας είναι ότι η κατάκτηση χρονισμού και ομοιογένειας μέσα από την πορεία είναι εκείνη που φέρνει στενότερο πλαίσιο, και όχι το αντίθετο. Δεν έχει κανένα νόημα να σύρονται συλλογικότητες σε σκληρά πλαίσια, όταν δεν μπορούν να τα ακολουθήσουν. Προκύπτουν απώλειες, έριδες, διασπάσεις. Δεν υπάρχει λόγος. Πρώτα ευχέρεια και βηματισμός, κι όταν κατακτιέται ο χρονισμός, να κατακτηθούν περαιτέρω και οι συμφωνίες.
Έχοντας αναφερθεί στο οργανωτικό μοντέλο, αλλά και στο πλαίσιο, το επόμενο που θα πρέπει να απαντήσουμε, έχει να κάνει με το από ποιους αποτελείται η οργάνωση. Παρατηρώντας τα πρόσφατα καλέσματα αξιόλογων συντρόφων και ομάδων για οργάνωση του αγώνα, υπάρχει γενικότερα μια σύγχυση αναφορικά με το ποιοι καλούνται. Άτομα ή ομάδες; Σε μια περίπτωση καλούνται άτομα, που θα αφήσουν τις ομάδες τους στη βάση ενός αξιακού πλαισίου της οργάνωσης, στην άλλη καλούνται και άτομα και ομάδες να συνδιαμορφώσουν στα πλαίσια μιας συνέλευσης των συνελεύσεων στη βάση μιας κοινά αποδεκτής οργανωτικής πλατφόρμας.
Είναι προφανές, ότι και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει μια κοινή προβληματική: δημιουργείται ένας συγκεντρωτισμός, όπου το πλαίσιο γίνεται το κεντρικό επίδικο, που ως τέτοιο κινδυνεύει να αποκτήσει χαρακτήρα δόγματος. Στη μεν πρώτη περίπτωση τα άτομα έχοντας αφήσει πίσω τις ομάδες βρίσκονται «μόνα» ή με άλλες, -όπως διευκρινίστηκε στη συνέχεια υπαγόμενες του πλαισίου τοπικές ομάδες, να υλοποιούν τον αγώνα στη βάση του πλαισίου, η ερμηνεία του οποίου όμως μπορεί και να απαιτήσει «δίκες», πράγμα που μπορεί να επιφέρει μεγάλες συνέπειες στον ελευθεριακό χαρακτήρα της οργάνωσης.
Στη δεύτερη περίπτωση επειδή η «πλατφόρμα» είναι εκείνη που επικαθορίζει τις πρακτικές και ατόμων και ομάδων, και μάλιστα σε μια σύμπλεξη ατόμων, πολιτικών και κοινωνικών εγχειρημάτων όπου όλοι μαζί εντάσσονται μέσα στη “γενική διοίκηση και συντονισμό” της, μοιάζει να αλλοιώνεται και η αρχή της ισότητας στη λήψη των αποφάσεων. Γιατί μια τέτοια σύνθεση ανάμεικτων ατόμων και ομάδων καθιστά αδύνατη την σωστή λήψη των αποφάσεων, και αδικεί τη συνδιαμόρφωση ως διαδικασία εντός των ομάδων έναντι των ατομικών απόψεων δημιουργώντας ανισορροπία. Συνέπεια όλων αυτών είναι να αναδεικνύεται η «πλατφόρμα» ως η μοναδική αλήθεια στη βάση της οποίας λειτουργούμε, με ενδεχόμενα, οι συντάκτες της να έχουν προνόμιο, η δε ερμηνεία της, να φέρνει «δίκες» των όποιων αποκλίσεων.
Και στις δύο περιπτώσεις το πλαίσιο ως κεντρικό σημείο ετεροκαθορίζει τις συλλογικότητες και όχι το ανάποδο. Οι συλλογικότητες θα έπρεπε να διαμορφώνουν το πλαίσιο με βάση την κοινή βούληση και τη μεταξύ τους συνδιαμόρφωση. Η εμπειρία της υπαγωγής στο συμφωνημένο πλαίσιο, απαιτεί ισχυρή στράτευση και αφοσίωση, στοιχεία θετικά για τον αγώνα γενικά, κατάλληλα για τα μέτωπα στο Κουρδιστάν, τη Τσιάπας, ή στη Λατινική Αμερική, αλλά όχι για την κουλτούρα και τις ιδεολογικές καταγωγές και συνθήκες του δικού μας χώρου. Η εφαρμογή αυτού του μοντέλου στη δική μας εκδοχή, πέρα από τις όποιες καλές προθέσεις που μπορεί να υπάρχουν, θα αναδείξουν στη συνέχεια, κουλτούρες βαθμίδων στράτευσης και “δικαστήρια” ορθότητας. Δεν είναι ανάγκη και ιδιαίτερα σε αυτήν την αρνητική ιστορική συγκυρία για το κίνημα να αποζητούμε αυστηρά πλαίσια και πλατφόρμες. Οι εποχές απαιτούν ανοιχτότητα, συντροφικότητα, καλή πίστη μεταξύ μας, σχέσεις δηλαδή, κι ενότητα απέναντι σε ένα αντίπαλο που απειλεί την ύπαρξή μας.
Το οργανωτικό μοντέλο θα πρέπει να είναι ανοιχτό και να προϋποθέτει την πλήρη ελευθερία κι αυτονομία των συλλογικοτήτων στη βάση κοινών αρχών και έναν συμφωνημένο κανονισμό λειτουργίας. Σε αυτό χωρούν μόνο οι συλλογικότητες, τα μέλη των οποίων οφείλουν να είναι καταγεγραμμένα. Έτσι και οι συλλογικότητες εκπροσωπούνται με άμεσα ανακλητούς εκπροσώπους έχοντας η οργάνωση πλήρη εικόνα του συνολικού αριθμού των μελών της, ενώ ταυτόχρονα προάγεται η συνδιαμόρφωση εντός της συλλογικότητας, που είναι όχι μόνο ταυτοτικό στοιχείο της συλλογικότητας, αλλά και ανάχωμα στις όποιες άστοχες κεντρικές επιλογές αφού η κάθε ξεχωριστή εσωτερική επεξεργασία εμπλουτίζει με γνώση και εμπειρία τις όποιες επιλογές.
Τα άτομα αν δεν επιθυμούν να συνάψουν συλλογικότητες, είναι σεβαστά ως παρατηρητές στα όργανα της οργάνωσης. Μπορεί μάλιστα και να προβλέπεται γι αυτά χρόνος για την κατάθεση των απόψεων και γνωμοδοτική διαδικασία στη συνέλευση της οργάνωσης -εφόσον η οργάνωση δέχεται ως μέλη ατομικότητες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν τα άτομα να αποφασίζουν. Υπάρχει σεβασμός στις απόψεις τους, αλλά προτεραιότητα έχει ο σεβασμός στη διαδικασία της συνδιαμόρφωσης, είτε αυτή γίνεται στη συλλογικότητα, είτε στη συνέλευση των συλλογικοτήτων, που είναι το επίκεντρο δηλαδή η κοινότητα. Κοινότητες θέλουμε να φτιάξουμε που σέβονται τα άτομα. Όχι «φεγγοβολούσες» ατομικότητες. Οι ατομικότητες είναι θεμιτό να συλλογικοποιηθούν, ώστε να εμπλακούν συλλογικά στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, πράγμα απαιτητό στην κοινωνία που οραματιζόμαστε. Υπάρχουν εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα όταν πρόκειται για πολύ ειδικές συνθήκες, όπως αποτυχία συνδιαμόρφωσης κι εξάντληση των επιλογών σε περιπτώσεις αναθεωρήσεων όπου απαιτείται ψηφοφορία όλων των μελών της οργάνωσης ξεχωριστά.
Συμπερασματικά τα ζητήματα οργάνωσης, είναι διαδικαστικά, τυπικά και πολύ συγκεκριμένα. Δεν μπορεί να είναι νεφελώδη και συγκεχυμένα. Στη δεύτερη περίπτωση οι όποιες οργανωτικές προσπάθειες κινδυνεύουν να αποτύχουν, και μαζί με αυτές να παρασυρθούν και οι όποιες άλλες απόπειρες φιλοδοξούν με τον σωστό τρόπο να ευδοκιμήσουν, σπέρνοντας μιαν απογοήτευση που διαρκεί.
Άλλο πράγμα οι πολιτικοί αγώνες κι άλλο οι κοινωνικοί. Άλλο πράγμα οι συλλογικότητες κι άλλο πράγμα οι ατομικότητες. Άλλο πράγμα το σχολαστικό μέχρι λεπτομέρειας αξιακό πλαίσιο κι άλλο ένα γενικό αξιακό πλαίσιο. Άλλο πράγμα η αυστηρότητα στην τήρηση ενός κοινά συμφωνημένου κανονισμού λειτουργίας, κι άλλο πράγμα η λειτουργία των συλλογικοτήτων με βάση ένα αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο δράσης· κι άλλο πάλι, η λειτουργία με βάση τις δικές τους αυτόνομες αποφάσεις σε ένα γενικότερο, ευρύ πλαίσιο συμφωνιών.
Στην παρούσα φάση, και ειδικά στο πολιτικό κομμάτι, έχουμε ανάγκη από αυτόνομες συλλογικότητες, οι οποίες σε ένα γενικό αξιακό πλαίσιο που στοχεύει στην κοινωνική χειραφέτηση από το κράτος και το κεφάλαιο, να διακριβώνουν τη βούλησή τους να περπατήσουν μαζί τον αγώνα ενάντια στο κράτος, να διατηρούν τα αυτοδιαχειριστικά χαρακτηριστικά τους και την αυτονομία τους, ώστε να συντονίζονται με άλλες συλλογικότητες πάνω στα κοινά επίδικα, στη βάση της ομόσπονδης οργάνωσης, για να πετυχαίνουν καλύτερα αποτελέσματα και οικονομίες κλίμακας. Να ξεκινήσουν με πρακτικά ζητήματα όπως οι υποδομές, όπου θα έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν έναν χώρο συνέλευσης για όλους, μια εφημερίδα, ένα τυπογραφείο για όλους, ένα αρχείο, έναν χώρο εκδηλώσεων, κτλ., βάζοντας βάσεις για τους επόμενους, και στη συνέχεια σε πιο σύνθετα.
Το ίδιο οργανωτικό μοντέλο θα μπορεί να ισχύει και στις κοινωνικές συλλογικότητες, όπου απαιτείται μια ομόσπονδη δομή ανάλογα με τα επίδικα, να προωθεί και να συντονίζεται όχι μόνο με βάση τις θεματικές των αγώνων, αλλά και με βάση τα αντικείμενα στις δράσεις εφαρμογής. Οι δικτυώσεις είναι η αρχή μιας συνολικής οργανωτικής πρακτικής, στο προχώρημα του αγώνα.
Δεν έχουν καμία σημασία οι ιδιαίτερες πολιτικές γραμμές και αναλύσεις «στα εντός μας», αν πρόκειται να γίνουν πρόσχημα διαφοροποίησης. Δεν έχουμε πολιτικό ανταγωνισμό. Ούτε υπάρχει λόγος περιχαράκωσης σε δευτερεύοντα ζητήματα. Αυτά υπάρχουν μόνο στον κόσμο των διαχωρισμών και της περιχαράκωσης και όχι στον κόσμο της συνέργειας και της αλληλεγγύης. Και οι καιροί απαιτούν συναντήσεις, όχι διαχωρισμούς.
Ο αγώνας οφείλει να γίνεται με δημιουργική χαρά για να έχει και αποτέλεσμα. Η αυτονομία των εγχειρημάτων, είναι προϋπόθεσή της. Το ζητούμενο είναι να συναντηθούμε με δημιουργική χαρά και συντροφική διάθεση και τον σύντροφο της άλλης ομάδας. Και για να γίνει αυτό, πέρα από την αλλαγή της κουλτούρας του υποκειμένου που μπορεί να γίνει όταν αυτό κινείται «εντός, εκτός κι επί τα αυτά» του αγώνα σε σχέση με το υπάρχον, απαιτούνται και αλληλεπιδράσεις. Οι συνθέσεις πολιτικού-κοινωνικού, βοηθούν σε αυτές τις αλληλεπιδράσεις. Γι αυτό έχει σημασία η πολύμορφη δράση και οι δημιουργικές συμπλέξεις που γίνονται με αυτήν.
Υποβολή απάντησης