Η Μακεδονία δεν ανήκει σε κανέναν. Περαστικοί είμαστε όλοι άλλωστε…

Η ανθρώπινη ιστορία εξελίσσεται από το κίνητρο της καλυτέρευσης της ζωής, ακόμη κι αν το σημείο εκκίνησης μπορεί να είναι εξαιρετικά χαμηλό ακόμη και στα όρια της λιμοκτονίας. Η αναζήτηση καλύτερων κι ευκολότερων συνθηκών διαβίωσης κίνησε την ιστορία των ανθρώπινων φυλών, και γι αυτό δεν είναι παρά μια ιστορία εγκαταστάσεων, μετεγκαταστάσεων, μετακινήσεων πληθυσμών, μεταναστευτικών φύλων. Αυτές οι ροές συναντούν πάντα άλλες προηγούμενα εγκατεστημένες, και συνεπώς στάσιμες. Η συνάντηση αυτή, αν δεν ερχόταν με πολεμικό τρόπο, ήταν πάντα σε γενικές γραμμές ομαλή με κάποιες πινελιές καχυποψίας, με σχετική υποτίμηση του νέου έποικου, και στο τέλος πάντα γινόταν μια καταλυτική σύνθεση μέσω της κοινής δραστηριότητας, της συνεργασίας, και των επαγγελματικών συναλλαγών. Και όλα αυτά όταν δυό διαφορετικές πολιτισμικές κα φυλετικές ομάδες, συναντιόντουσαν στον ίδιο οικισμό, αν οι «νεοφερμένοι» δεν ίδρυαν δικό τους.
Τα Βαλκάνια δε θα μπορούσαν να είναι εξαίρεση από αυτή την ιστορική πραγματικότητα. Αντίθετα τα Βαλκάνια αποτελούν την παραδειγματική εκδοχή του. Μέσα στην ιστορία των 20.000 χρόνων, τα Βαλκάνια είναι παράδειγμα διαρκούς εισόδου (καθόδου -μας μάθαιναν τα βιβλία της ιστορίας) διαφορετικών φυλετικών ομάδων, και αφομοίωσης τους από τους ντόπιους πληθυσμούς. Αχαιοί, Δωριείς, Ρωμαίοι, Βούλγαροι, Σλάβοι, Βλάχοι, Αρβανίτες, Φράγκοι, Τούρκοι, ήταν μερικά από τα φύλα που εισέβαλλαν στη Βαλκανική, ώστε να βρουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Οι περισσότεροι ειρηνικά, ενώ άλλοι πολεμικά.

Ονοματοδοσία

Όλες οι φυλές που εγκαταστάθηκαν στη περιοχή άφησαν άλλες πολύ άλλες λιγότερο το αποτύπωμά τους. Γλώσσα, ήθη, έθιμα, γενικότερα τον όποιο πολιτισμό, είχαν κληρονομήσει από τους προγόνους τους. Το μέγεθος του αποτυπώματος σε κάθε γεωγραφική περιοχή των Βαλκανίων, εξαρτήθηκε από το δυναμισμό των ομάδων αυτών, και διαχύθηκε μέσα στα Βαλκάνια με την ανάπτυξη των συναλλαγών. Έτσι, σε διάφορα σημεία της Βαλκανικής χερσονήσου, όλες οι φυλές διάσπαρτες είχαν τα κυρίαρχα σημεία αναφοράς τους, τα οικονομικά τους κέντρα, και εμπέδωναν όσο αναπτύσσονταν τα ήθη τα έθιμα, αλλά και κύρια τα τοπωνύμια, των χωριών, των πόλεων, των μικρών γεωγραφικών ενοτήτων, αλλά και ολόκληρων γεωγραφικών περιοχών. Έτσι, νέες πόλεις ιδρύονταν, αλλά και άλλες μετονομάζονταν όταν νέο -αφικνούμενοι πληθυσμοί, είτε παραποιούσαν τη προφορά του ονόματός τους, είτε τις μετονόμαζαν. Έτσι ακόμη και μέσα στην ελλαδική χώρα, πριν αυτή γίνει κράτος, τα τοπωνύμια, ήταν κυρίως Αρβανίτικα, Σλαβικά, Τούρκικα, Βλάχικα, Βουλγάρικά, ακόμα και Ιταλικά κυρίως στα νησιά. Αντίστοιχη διαδικασία έγινε  για κοιλάδες, βουνά, οροπέδια, κάμποι, που οριοθετούνταν από κορυφογραμμές, οροσειρές, ποτάμια, αλλά και ακτές, δημιουργώντας μεγαλύτερες γεωγραφικές ενότητες, αλλά κι ευρύτερες περιοχές, όλες, ονοματοδοτούνταν από ντόπιους, εμπόρους και ταξιδευτές, ανάλογα με κάποιο ειδικό χαρακτηριστικό της κάθε περιοχής.

Μια τέτοια γεωγραφική ενότητα είναι και η Μακεδονία, που πιθανά πήρε το όνομά της από μια δωρική φυλή  που μιλούσε μια διάλεκτο με ελληνική ρίζα, τη μακεδονική . Ετυμολογικά, «μακεδνών» σημαίνει ψηλός άνδρας, μάλλον χαρακτηριστικό των Δωριέων που την εποίκισαν. Στη συνέχεια συστήθηκε βασίλειο, το Μακεδονικό, με τον Αλέξανδρο γνωστότερο βασιλιά του. Το 146μ.χ.η Μακεδονία μετατρέπεται σε Ρωμαϊκή επαρχία, κι έκτοτε, αποτελεί επαρχία των αυτοκρατοριών, Βυζαντινών και Οθωμανών. Η ονομασία δε χρησιμοποιείται μεταξύ των κατοίκων στη καθημερινή ζωή. Οι πόλεις, τα χωριά, με την επωνυμία τους, αλλά και οι περιοχές  με τα τοπωνύμιά τους, ήταν σε πλήρη χρήση όταν ήθελαν να δώσουν γεωγραφικό προσδιορισμό σε αυτό για το οποίο μιλούσαν. Το όνομα Μακεδονία, κατ’ ουσία χάνεται από τη καθημερινή ζωή των κατοίκων, για 1600 χρόνια τουλάχιστον, και οι μόνοι που το χρησιμοποιούν είναι η διοικητική γραφειοκρατία, ελάχιστοι λόγιοι, εγγράμματοι κοσμικοί, και κάποιοι ανώτεροι κληρικοί.

Λίγο πριν την έναρξη της ανάπτυξης του ελληνικού εθνικιστικού κινήματος, στη περιοχή της Μακεδονίας, οι ελληνόφωνοι ζούσαν στα παράλια, ενώ οι Σλαβόφωνοι, έφταναν στο νότο από την Αχρίδα προς το Γράμμο, νότια της Καστοριάς, Κοζάνης, Βέροιας μέχρι την Ημαθία και τη Θεσσαλονίκη. (βλ. χάρτη)

Εθνικοί ανταγωνισμοί

Ο εθνικισμός στα τέλη του 19ου αιώνα, έχει γίνει ιδεολογικό εργαλείο της άρχουσας τάξης κάθε περιοχής, που με πρόσχημα το έθνος προωθούν τα συμφέροντά τους χαράσσοντας τα σύνορα των περιοχών που ελέγχουν και δραστηριοποιούνται. Η διαδικασία διάλυσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν, και οι τοπικοί εθνικισμοί Ελληνικός Σερβικός και Βουλγαρικός, διεκδικούν για δικό τους λογαριασμό τη περιοχή της Μακεδονίας, βγαίνοντας νικητές έναντι των Οθωμανών, στο Α’ Βαλκανικό πόλεμο. Στη συνέχεια ακολουθεί ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, βρίσκει τους 3 διεκδικητές χωρισμένους σε δύο στρατόπεδα, με τους Σέρβους και τους Έλληνες, να βγαίνουν με το μέρος των νικητών σε βάρος των Βουλγάρων, στους δεύτερους Βαλκανικούς πολέμους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη χάραξη των συνόρων υπέρ των Ελλήνων, Σέρβων, και κατά των Βουλγάρων. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 η Μακεδονία μοιράστηκε, σε τρία κομμάτια, και από τον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας το 51% προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, το 38% στη Σερβία και το 10% στη Βουλγαρία.

Εθνοκάθαρση

«Ο πόλεμος του 1913, ήταν ένας άγριος πόλεμος, που συνδυάστηκε με όλες τις βάρβαρες πρακτικές που σήμερα ονομάζονται εθνοκάθαρση. Ο βουλγαρικός στρατός για παράδειγμα έκαψε τη Νιγρίτα, τις Σέρρες, το Δοξάτο της Δράμας, εκτελώντας εκατοντάδες. Ο ελληνικός στρατός δεν έμεινε πίσω, κάθε άλλο. Το Κιλκίς ήταν για δεκαετίες το κέντρο των «βουλγαριζόντων» Μακεδόνων. Η διεθνής Επιτροπή Κάρνεγκι καταμέτρησε 149 χωριά στην ευρύτερη περιοχή που πυρπόλησε εξολοκλήρου ή εν μέρει ο ελληνικός στρατός.
Ήταν επίσης η γενέτειρα του Ντάνεφ, του Βούλγαρου πρωθυπουργού. Σύμφωνα με μια διθυραμβική περιγραφή στον ελληνικό Τύπο της εποχής, μετά την ομώνυμη μάχη τον Ιούνη του 1913: «Η φωλέα των ληστών, το κέντρον των κομιτατζήδων, η καρδιά των κανιβάλων, η πατρίς του Δάνεφ, το Κιλκίς, εξέλιπεν». Δηλαδή εξαφανίστηκε, έγινε παρανάλωμα του πυρός.
Όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος-ιστορικός Τ. Κωστόπουλος στο βιβλίο «Πόλεμος και Εθνοκάθαρση», ο επιθεωρητής των ελληνικών σχολείων του νομού Σερρών, στις εκθέσεις του «την επαύριο του πολέμου… κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στα (τουρκικά) εκείνα χωριά που ‘επυρπολήθησαν υπό των Βουλγάρων’ και τα (βουλγαρικά) που απλώς ‘επυρπολήθησαν’ χωρίς να διευκρινίζει από ποιον η ταυτότητα των εμπρηστών προκύπτει, ωστόσο, συχνά από τα συμφραζόμενα -όπως στην περίπτωση του Καρλίκιοϊ (σημ. Χιονοχώρι) όπου ‘εκτός ολίγων φυγόντων, ων αι οικίαι εκάησαν, οι μένοντες επανήλθον εις την ορθοδοξίαν’, στην ‘πνευματική’ κυριότητα της ελληνικής Εκκλησίας». Οι πληθυσμοί που βρέθηκαν στις καινούργιες επαρχίες των βαλκανικών κρατών, έπρεπε πρώτα απ’ όλα να αποκτήσουν, με το καρότο και το μαστίγιο, τη «σωστή» γλώσσα, θρησκευτική αναφορά και εθνική συνείδηση. Στις περιοχές της Μακεδονίας που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος το 1/3 τουλάχιστον του πληθυσμού μιλούσε αυτή την «ανύπαρκτη» γλώσσα και έπρεπε να την ξεμάθουν, με τη «βοήθεια» του γυμνασιάρχη και του χωροφύλακα. Το ίδιο έπρεπε να αλλάξουν τα ονόματα, των χωριών και των ανθρώπων: το 1915, ο Ιβάνωβ γίνεται Κωστόπουλος, ο Μπόρις γίνεται Παναγιώτης, Βύρων ή Περικλής, η Ντόστα γίνεται Θεοδότα και η Μπόζνα, Χριστίνα.

Το σερβικό κράτος εφάρμοσε τις ίδιες μεθόδους. Η επίσημη θέση ήταν ότι δεν υπήρχαν Μακεδόνες, απλά «νότιοι Σέρβοι», που μιλούσαν μια διάλεκτο της σερβοκροατικής. Τους ντόπιους ανέλαβε να «πείσει» μια ολόκληρη εκστρατεία εκσερβισμού. Τα ονόματα αλλάξανε επί το “σερβικότερον”, Σέρβοι δάσκαλοι ανέλαβαν να μάθουν στα παιδιά τη «σωστή» γλώσσα (με αποτέλεσμα σκηνές πλήρους ασυνεννοησίας), δεκάδες χιλιάδες Σέρβοι στρατιώτες κατέπνιξαν αλλεπάλληλες εξεγέρσεις, μέχρι και ένα πρόγραμμα εποικισμού ξεκίνησε η σερβική κυβέρνηση.

Οι σλαβικοί πληθυσμοί σύντομα αφομοιώθηκαν, ωστόσο οι σερβικές και μετέπειτα γιουγκοσλάβικες αρχές συνάντησαν μεγαλύτερη δυσκολία, καθώς η σλαβομακεδονική εθνική ταυτότητα παρέμενε ανθεκτική εντός της σερβικής Μακεδονίας.»

Η οριστικοποίηση της σύστασης των συνόρων και το νέο κράτος

Με το τέλος των βαλκανικών αλλά και του Α΄ Παγκόσμιου πόλεμου, τα σύνορα οριστικοποιήθηκαν στις θέσεις που βρίσκονται σήμερα. Ακολούθησαν οι ιστορικές εξελίξεις εντός της ενιαίας πια Γιουγκοσλαβίας, ενώ ταυτόχρονα, στο Μεσοπόλεμο, αναπτύχθηκαν οι πρώτες εθνικιστικές οργανώσεις εντός της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, που αναφέρονταν στους αλύτρωτους των εκτός συνόρων Σλαβικής καταγωγής Μακεδόνες. , Το 1944 η Αντιφασιστική Συνέλευση για την Εθνική Απελευθέρωση της Μακεδονίας (ASNOM) διακήρυξε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας ως μέρος της Λαϊκής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Έκτοτε οι κάτοικοί της αυτοαποκαλούνται Μακεδόνες, που είναι και η επίσημη διοικητική ονομασία τους χωρίς έξωθεν αντιδράσεις. Τελευταία εξέλιξη το 1990, η απόσχιση της Μακεδονίας μετά από απόφαση του τοπικού κοινοβουλίου αλλά και δημοψηφίσματος, από τη Γιουγκοσλαβία, η απαλοιφή του «Σοσιαλιστικής», σαν συνεπακόλουθο της κατάρρευσης των χωρών του ανατολικού μπλόκ. Το νέο κράτος αυτοαποκαλείται Μακεδονία, ως φυσιολογική συνέπεια της προηγούμενης διοικητικής της αλλά και της γεωγραφικής της θέσης. Οι εθνικιστές Σλαβομακεδόνες, αναλαμβάνουν να οικοδομήσουν τη «ταυτότητα» του νέου κράτους, πάνω στο αφήγημα των αρχαίων Μακεδόνων, όπως άλλωστε έκαναν οι εθνικιστές Έλληνες που οικοδόμησαν τη ταυτότητα του νεόκοπου κράτους τους πάνω στη ταυτότητα των αρχαίων Ελλήνων. Φυσικά και δεν είχαν καμία σχέση με τους αρχαίους κατοίκους των περιοχών αυτών, αλλά η ιδεολογία του έθνους λειτουργεί συνεκτικά και γι αυτό εξαιρετικά κρίσιμη για την ενιαία κρατική υπόσταση, και ιδιαίτερα στο Μακεδονικό κράτος που έχει δυναμική Αλβανική μειονότητα να αμφισβητεί την υπόστασή του…

Αυτή είναι η ιστορική καταγωγή του Μακεδονικού κράτους, που γεννήθηκε δίπλα σε μια Ελλάδα μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά και της ΕΕ. Η Ελλάδα θεώρησε μάλλον όψιμα, τη χρήση του ονόματος Μακεδονία ως σφετεριστική, και σε συνδυασμό με αλυτρωτικές αναφορές στο Σύνταγμά τους, έθεσε veto για την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, αλλά και στην ΕΕ, αμφισβητώντας με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του νέου κράτους. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις ουδέποτε κατάφεραν να συμβιβαστούν με το όνομα του νέου κράτους, μπαίνοντας εμπόδιο στην προσπάθειά του να ανοιχτεί διπλωματικά προς τη δύση. Ακόμα κι όταν η ελληνική διπλωματία το 2008 αποδέχθηκε τη διπλή ονομασία, εκείνη η στάση προσέκρουσε στην σκληρή εθνικιστική στάση των κυβερνήσεων Γκρουέφσκι, με αποτέλεσμα το αδιέξοδο για μια κοινά αποδεκτή ονομασία.

Τα Βαλκάνια ως πεδίο των ανταγωνισμών των υπερδυνάμεων

Αν και το ΝΑΤΟ, έχει εισβάλλει με στρατεύματα από το 1999 πόλεμο κατά της Σερβίας, η παρουσία του παραμένει μόνιμη, έχοντας εγκαταστήσει μια τεράστια βάση στη περιοχή, και φυσικά δε θα ήθελε να αφήσει την οποιαδήποτε ρωγμή να αμφισβητήσει έστω κι ελάχιστα τη κυριαρχία της στη περιοχή. Ακόμη περισσότερο δε, που στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία έχουν εξαιρετικά ανταγωνιστική σχέση με τη Ρωσία, που κι αυτή επιδιώκει από τη πλευρά της να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της στα Βαλκάνια. Το πρόβλημα του ονόματος, είναι μια ευκαιρία για τη Ρωσία, μια πιθανή ρωγμή ώστε να αυξήσει την επιρροή της, δημιουργώντας οξύνσεις εθνικιστικού χαρακτήρα μέσα στο εσωτερικό των δύο κρατών. Για τις ΗΠΑ, όποια ρωγμή υπάρχει, θα μπορούσε να αποτελέσει θρυαλλίδα κινδύνων, για τη σταθερότητα των γερά εγκατεστημένων συμφερόντων της στη περιοχή.

Ας μη ξεχνάμε, ότι τα Βαλκάνια είναι πύλες εισόδου προς τη κεντρική Ευρώπη, είτε κινέζικων εμπορευμάτων μέσω του λιμανιού της Cosco στο Πειραιά, -και τον αντίστοιχο σιδηροδρομικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων στον Ασπρόπυργο, αλλά και σημαντικότερα, γιατί σε περίπτωση της ολοκλήρωσης της εξόρυξης των υδρογονανθράκων στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, τα καύσιμα θα μεταφέρονται μέσα από έναν ασφαλή διάδρομο «νατοϊκής προστασίας», που θα λειτουργεί μάλιστα ανταγωνιστικά στον ρώσικο αγωγό αερίου, από τον οποίο σήμερα εξαρτάται η κεντρική Ευρώπη. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι σε ένα τέτοιο γεωπολιτικό πλαίσιο, τα συμφέροντα είναι μεγάλα.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο έρχεται η συγκυρία της ανόδου του μετριοπαθούς Ζάεφ στη κυβέρνηση της Μακεδονίας, και παράλληλα αυτή του Τσίπρα στην Ελλάδα, που δίνει τη δυνατότητα να συμφωνήσουν οι δυό πλευρές ως προς το όνομα, σημείο τριβής μεταξύ των δύο κρατών, και παράγοντα κινδύνου για τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη περιοχή. Με τη συμφωνία των Πρεσπών και την αποδοχή τους από τα ενδιαφερόμενα κοινοβούλια, κλείνει και αυτή η ρωγμή εξυπηρετώντας απόλυτα τα συμφέροντα του Αμερικάνικου παράγοντα. Ταυτόχρονα αναβαθμίζει την Ελλάδα γεωπολιτικά, αφού γίνεται διαμετακομιστικός κόμβος εμπορευμάτων αλλά και διέλευσης καυσίμων, και της δίνει το δικαίωμα να εισβάλλει οικονομικά στο νέο κράτος, με επενδύσεις σε ασφαλές περιβάλλον. Με αυτή τη συμφωνία το ελληνικό κράτος προσδένεται όλο και πιο στενά με το ΝΑΤΟ, αφού και τα δύο μέρη αποκτούν μεγαλύτερη ιδιοτέλεια των στενών αλλά και κοντόφθαλμων συμφερόντων. Φυσικά η υπόθεση της «εθνικής ανεξαρτησίας» πάει περίπατο υπό αυτές τις συνθήκες, και η όποια πρόθεση για υλοποίησή της, γίνεται ακόμα πιο δύσκολη λόγω αυτών ακριβώς των αμοιβαίων συμφερόντων και σφιχτών γεωπολιτικών δεσμών.

Το νέο κράτος της Μακεδονίας ως ασφαλής διαμετακομιστικός σταθμός, αποκτά το «άνοιγμα στο δυτικό παράδεισο» που αποζητούσε από καιρό, χωρίς βέβαια η κοινωνία του να μπορεί να αντιληφθεί, την επερχόμενη νεοφιλελεύθερη εκμετάλλευση, που σε μεγάλο βαθμό θα την εκπροσωπούν ελληνικά επιχειρηματικά συμφέροντα. Άλλωστε οι όποιες κοινωνικές αντιδράσεις που εκφράστηκαν είτε μέσω συγκεντρώσεων, είτε μέσω του δημοψηφίσματος, μάλλον γίνονταν από μια διάθεση εθνικιστικού συντηρητισμού, σύμπτωμα εμφυτευμένης εθνικιστικής προπαγάνδας, παρά από αντίδραση στο καπιταλιστικό νεοφιλελευθερισμό.

Οι εσωτερικές αντιδράσεις

Στην Ελλάδα της παπαγαλικής εκπαίδευσης, των θρησκευτικών, των παρελάσεων και των εθνικών αφηγημάτων, οι τηλε-βιβλιοπώλες και άλλοι τσαρλατάνοι του εθνικισμού βρήκαν εύφορο έδαφος, στις χαίνουσες από τη κρίση πληγές των κακομαθημένων και εθισμένων καταναλωτών.  Το στερητικό σύνδρομο των τελευταίων, βρίσκει έδαφος εκτόνωσης στους εντελώς λάθος αποδιοπομπαίους τράγους, με τη νομιμοποίηση που ο εθνικός ύμνος τους παρέχει, όσο κι αν ποτέ δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη σχέση με αυτόν. Αυτό το κοινό είναι μειοψηφικό μεν, ρηχό δε όσον αφορά το βάθος της σκέψης αλλά και την ανάληψη του κόστους ενός διαρκούς και βαθιού πολιτικού αγώνα.
Γι αυτό μάλιστα οι εθνικιστικές συγκεντρώσεις είχαν όλα τα χαρακτηριστικά μιας μάλλον τυφλής εκτόνωσης χουλιγκανικού χαρακτήρα, μεγάλης όχλησης μεν, αλλά μικρής διάρκειας ισχύος. Άλλωστε ο ακροδεξιός συρφετός δε μπορεί παρά να είναι ανούσιος σε μια καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη και καταναλωτική συνθήκη, γι αυτό και ταχυφλεγής, όπως η διάρκεια μιας φωτοβολίδας. Οι δύο μεγάλες  συγκεντρώσεις για το Μακεδονικό, απαξιώθηκαν στη πορεία αφού προκλήθηκαν από αναξιόπιστα πολιτικά υποκείμενα από παραγωγούς hoax, μέχρι τηλεβιβλιοπώλες, απόστρατους, και άλλους στρατόκαβλους τσαρλατάνους. Με τη πρώτη επικοινωνιακή αντεπίθεση της κυβέρνησης, οι περισσότεροι έθεσαν εαυτόν εκτός της συνέχισης κι απόμειναν, είτε οι λούμπεν αποτυχημένοι “εκπεσόντες του καπιταλιστικού ονείρου”, που αποδίδουν την μίζερη κατάστασή τους στο Τσίπρα και τους συν αυτώ, είτε οι πληρωμένοι από το Άγιο Όρος και από το Σαββίδη οπαδοί του ΠΑΟΚ. Ένα γελοίο αλλά πάντα επικίνδυνο αν δε το προσέξεις συνονθύλευμα. Αντίστοιχης λογικής αλλά μάλλον και παρόμοιας τύχης είχαν και οι συγκεντρώσεις από την άλλη πλευρά, ενός σώματος που προτίμησε να απέχει από το δημοψήφισμα, μάλλον για λόγους αιφνιδιασμού λόγω απότομης στέρησης ενός ζωτικού ψεύδους…

Το πρόταγμα

Μπροστά σε αυτό τον εύκολα αγόμενο και φερόμενο εθνικιστικό ζόφο, οι υγιείς κοινωνικές δυνάμεις, παρά τη σιωπή τους προσπαθούν να κρατήσουν αλώβητη την αντίληψή τους, διατηρώντας καθαρό το κριτήριο, για τον τρόπο που κινούνται τα πράγματα. Οι μεγάλες δυνάμεις, οι υπερεθνικοί οργανισμοί, τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, οι τοπικές κυβερνήσεις, και στο τέλος οι εθνικιστές ως ουρά μιας αλυσίδας επικυριαρχίας, πάνω στο καταδυναστευμένο σώμα της κοινωνίας, μακεδονικής και ελληνικής, προσπαθούν να επηρεάσουν την ορθή σκέψη, προπαγανδίζοντας προς όφελος των συμφερόντων τους, παραποιώντας την ιστορική και κοινωνική αλήθεια.

Παρακάμπτωντας όλους αυτούς, εμείς οι δυό λαοί από τις απέναντι μεριές θα πρέπει να συντονισθούμε σ’ έναν αγώνα ενάντια στην εχθρότητα που τα συμφέροντα θέλουν να καλλιεργήσουν. Ποτέ σα κοινωνίες δε κερδίσαμε από την εχθρότητα και το πόλεμο. Εμείς πάντα χάνουμε.

Καλούμε όλους τους Μακεδόνες από εδώ και από εκεί των συνόρων να δούμε το αληθινό συμφέρον μας, να ανοίξουμε την αγκαλιά μας ο ένας στον άλλον, και να συντονίσουμε μαζί τον νικηφόρο αγώνα ενάντια στα κράτη μας και τα αφεντικά μας. Ο Ρήγας άνοιξε το δρόμο με το όραμά του. Ας γίνουμε οι ρηξικέλευθοι τολμηροί συνεχιστές, αλλά και ολοκληρωτές του, σε μια ακόμα πιο προωθημένη του μορφή. Τη παγκόσμια κοινωνία της γενικευμένης αυτοδιεύθυνσης.

Η Μακεδονία δεν ανήκει σε κανένα. Περαστικοί είμαστε όλοι άλλωστε…

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*