Συλλογικότητα, εργοδοσία και αφεντικά.

Το προηγούμενο διάστημα, σε μια προσπάθεια συνδιαμόρφωσης αναρχικών θέσεων σε νεοπαγή συλλογικότητα, αντιμετωπίσαμε πρόβλημα σχετικά με την επικείμενη συμμετοχή συντρόφισσας, η οποία εκτός από την εργασιακή της  ιδιότητα έχει και έμμεση εργοδοτική σχέση. Η συντρόφισσα –και την αποκαλώ έτσι γιατί τη γνωρίζω κινηματικά από την αδιάλειπτη συμμετοχή της στους αγώνες τέσσερις δεκαετίες τώρα, δεν έγινε αποδεκτή στη συλλογικότητα λόγω αυτής της ιδιότητας και μόνο. Δεν είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζω αυτή τη στάση. Έχει ξανασυμβεί και στο παρελθόν, με πιο αντιπροσωπευτική το κάλεσμα της πρωτοβουλίας για τη συγκρότηση Αναρχικής Ομοσπονδίας την άνοιξη του 2013. Στο κάλεσμα τότε αναφερόταν ρητά: «Απευθύνεται σε αναρχικές συλλογικότητες που αντιλαμβάνονται την ταξική διάσταση του αγώνα αποκλείοντας από τους κόλπους τους όσους αντλούν υπεραξία με υλικούς όρους.». Μας δόθηκε τότε η ευκαιρία να εκθέσουμε τις απόψεις μας σχετικά ως συλλογικότητα, και αποχωρήσαμε αφού δεν συμφωνούσαμε με τις προϋποθέσεις συμμετοχής. Θεωρώ ότι θα πρέπει να ανοίξει ένας διάλογος επάνω και σε αυτό το θέμα, και στα πλαίσια αυτού καταθέτω τις δικές μου απόψεις.

Για εμένα ο κρίσιμο στοιχείο στο αξίωμα «εργοδότες δε χωράνε σε αναρχική ομάδα», δεν έχει να κάνει με το αξιακό του θέματος τόσο, αλλά με το προβληματικό της στάσης απέναντι στη πραγματικότητα, πράγμα που επικαθορίζει τις σχέσεις του «χώρου» με το υπάρχον. Για να εξηγήσω τη στάση μου, υπάρχουν δύο σημεία που εστιάζω και αφορούν στην οπτική του θέματος:  το ένα αφορά στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης έννοιας, δηλαδή για ποιους μιλάμε όταν λέμε «εργοδότες» που προσεγγίζουν την αναρχική ομάδα, και το δεύτερο σημείο αφορά στον αξιακό τρόπο που το βλέπουμε και το διαχειριζόμαστε στη πραγματική του μάλιστα διάσταση.

Φυσικά και καλό είναι να μην υπάρχουν αφεντικά στις ομάδες μας, αλλά ούτε και στη κοινωνία ολόκληρη. Επίσης θεμιτό είναι οι ομάδες μας να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση, προπλάσματα μιας κοινωνίας που ονειρευόμαστε. Όμως, μια τέτοια συνέπεια μέσων και σκοπών είναι σημαντικό να γειώνεται στη πραγματικότητα, προκειμένου να αποφύγει τη δημιουργία ενός «παράλληλου σύμπαντος», παράγοντας θνησιγενείς φούσκες καθαρότητας, εν είδει  απόκοσμων Μορμονικών κοινοτήτων .

Αλλά το ακόμη σημαντικότερο είναι ότι θα πρέπει το αξίωμα να μην ακυρώνει την ανθρωπινότητα της θεώρησης, την προσιτότητα των ανθρώπων της, την αλληλοκατανόηση και την αντίστοιχη υπομονή. Όλα ουσιώδη στοιχεία της κοινωνικής αναρχικής οπτικής. Δε μπορείς δηλαδή στο όνομα ενός κανόνα, να ακυρώνεις το πνεύμα της θεώρησης. Ιδιαίτερα όταν οι ακυρώσεις αυτές έρχονται μέσα από την εξαίρεση και τον αποκλεισμό.

Ακόμα χειρότερα μάλιστα όταν όλα αυτά επισυμβαίνουν σε αυτή τη συγκυρία. Δεν είναι επαναστατική. Δεν είναι προεπαναστατική. Δεν είναι καν προοδευτική της κοινωνικής επανάστασης. Αντίθετα επισυμβαίνουν σε μια συνθήκη όπου η κοσμοθεώρησή μας ξεμακραίνει όπως το φως όταν μπούμε σ’ ένα βαθύ τούνελ. Καθισμένοι μάλιστα πάνω σε ένα βαγόνι κυλιόμενο σε κατηφορικές ράγες που μας διολισθαίνουν ανεξέλεγκτα προς ένα κόσμο αγωνίας της επιβίωσης, φτωχοποίησης, ανασφάλειας, κοινωνικού κατακερματισμού, και κανιβαλικής αγριότητας. Σε ένα κόσμο του  «ο σώζων εαυτώ σωθήτω». Σε μια τέτοια πραγματικότητα το αξίωμα «εργοδότες δε χωράνε σε μια αναρχική ομάδα», μοιάζει καθαρό στην απολυτότητά του, αλλά άτοπο στη  πραγματικότητα -πόσο μάλλον στη συγκυρία, της εφαρμογής του.

Ποια όμως είναι αυτή η πραγματικότητα;

Α. Ορίζοντας λοιπόν την έννοια εργοδότης σήμερα, και το πλαίσιο λειτουργίας της εργοδοτικής σχέσης, έχω να πω τα εξής:

Στην Ελλάδα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν σε ποσοστό το 99% των επιχειρήσεων. Καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και κλάδων. Παραγωγοί, αγρότες, κτηνοτρόφοι, μικροέμποροι, επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι, τεχνίτες, ελευθεροεπαγγελματίες δικηγόροι, μηχανικοί, ιατροί, ξυλουργοί, μάστορες, και πολλά άλλα. Αντιπροσωπεύουν περίπου το 19,3% του ΑΕΠ της χώρας και το 87% της εργασιακής απασχόλησης σε επιχειρήσεις. Πάνω από 850.000 μικροί επιχειρηματίες με πάνω από 2.000.000εργαζόμενους σε αυτές. Η πλειονότητα αυτών των μικρών επιχειρήσεων απασχολούν λιγότερα από 10 άτομα.

Τα τελευταία χρόνια, επιχειρείται από την εξουσία πολιτική ραγδαίας φτωχοποίησης των μικρών και μεσαίων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, με σκοπό την αντίστοιχη συγκέντρωση «όγκων» και κατά συνέπεια πλούτου, σε λίγες μεγάλες παραγωγικές  μονάδες, και πολυεθνικές κυρίως επιχειρήσεις.  Ιδιαίτερα τα τελευταία 2,5 χρόνια, η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, επιχειρεί με βίαιο τρόπο το κοινωνικό μετασχηματισμό, μιας κοινωνίας που παραδοσιακά «δε θέλει να έχει αφέντη στο κεφάλι της», και που πασχίζει με νύχια και με δόντια να ζήσει έναν ανεξάρτητο εργασιακά και αξιοπρεπή βίο. Στόχος αυτών των πολιτικών που ακολουθούνται, είναι να κλείσουν όλες αυτές οι μικροεπιχειρήσεις («ζόμπι» τις αποκάλεσε ένας υπουργός), ώστε η πελατεία τους να απορροφηθεί στο σύνολό της από τις λίγες μεγάλες που θα νέμονται την αγορά. Τα νομοσχέδια πέφτουν βροχή, και η κατάσταση πάει για το μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας από το κακό στο χειρότερο.

Οι μικροεπιχειρηματίες σε μεγάλο βαθμό διέπονται από επιχειρηματικούς μεγαλοϊδεατισμούς και προσδοκίες πλουτισμού, από εξουσιαστικές συμπεριφορές, εκμετάλλευση και αυθαιρεσίες. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, ή ότι στη φιλοδοξία του καθενός από αυτούς, βρίσκεται και η ατομική επιβεβαίωση, η οικογενειακή ευδαιμονία, και η μεγέθυνση της επιχείρησης, ως αντιστάθμισμα των προσωπικών ματαιώσεων ή ελλειμμάτων τους. Επίσης κανείς δεν αμφισβητεί  την ύπαρξη αφεντικών, με όλη τη χυδαιότητα που αρμόζει στη λέξη, αυτών που εκτοξεύουν την εξουσιαστική τοξικότητά τους στους υπαλλήλους τους, μετατρέποντας τις επιχειρήσεις τους σε γαλέρες εκμετάλλευσης ανθρώπων με ανάγκη.

Δεν είναι όμως όλοι έτσι, και μάλλον δεν είναι αυτοί που θα έρθουν στις συλλογικότητές μας. Υπάρχει κι ένα μεγάλο κομμάτι των μικρών επιχειρηματιών ή επαγγελματιών, που επέλεξε αυτό τον τρόπο να βγάζει το μεροκάματό του. Κι αυτό από μια κουλτούρα μη υπαγωγής σε κάποιον εργοδότη. Μια επιλογή επαγγελματικής αυτονομίας, που απεχθάνεται την υπαλληλία σαν κουλτούρα. Δεν είναι απαραίτητο αυτοί να είναι καλά «αφεντικά», όμως συνήθως αυτός ο ίδιος ο προσανατολισμός τους, δείχνει μιαν επιθυμία ελεύθερης κι ανεξούσιας εργασιακής συνθήκης. Κατά κανόνα αυτοί οι εργοδότες, που γίνονται γι αυτούς τους συγκεκριμένους λόγους επιχειρηματίες ή επαγγελματίες, έχουν αρκετές διαφορές από τους πρώτους, τους καταπιεστικούς και στυγνούς εκμεταλλευτές, που από πεποίθηση και κουλτούρα είναι τέτοιοι, και σίγουρα δεν θα επέλεγαν να έρθουν στις δικές μας συλλογικότητες. Αυτοί άλλωστε είναι και ο ταξικός μας εχθρός.

Στις συλλογικότητές μας θα έρθουν αυτοί οι επαγγελματίες που απασχολούν λίγους εργαζόμενους -συνήθως ως βοηθούς στην εργασία που κάνουν όταν χρειάζονται, ή μικροεπιχειρηματίες, με προσωπικό που δε ξεπερνάει τα 10 άτομα, με εποχιακή, part time ή με ευκαιριακή απασχόληση για τους εργαζόμενους στις δουλειές τους. Όλοι αυτοί, είναι άνθρωποι με πολιτική σκέψη -μερικοί μάλιστα μπορεί να έχουν περάσει από το «χώρο», ή μπορεί να έχουν γοητευτεί από τις ιδέες μας. Άλλοι πάλι που έχουν οξυμένο πολιτικό κριτήριο και κοινωνικές ευαισθησίες, κι άλλοι που έχουν υποψιαστεί το παιχνίδι του καπιταλισμού, κι έχουν κατανοήσει ότι είναι μικροί, έτοιμοι προς σφαγή. Όλοι αυτοί είναι κατανοητικοί στη συνεργασία τους με τους εργαζόμενους, και λειτουργούν πάντα βέβαια στα εκμεταλλευτικά πλαίσια που η εργασιακή νομιμότητα τους υπαγορεύει, αν δεν τα διαρρηγνύουν προς τη κατεύθυνση μιας συνεργατικής σχέσης πιο πολύ παρά αυτής της εκμεταλλευτικής. «Κινήσεις»  αναδιανομής κερδών ή και πρόσθετων αποδοχών, δίνουν ένα δείγμα καλής προαίρεσης, κατανόησης αλλά και εκτίμησης της εργασιακής σχέσης και της γενικής κατάστασης. Και είναι πολλοί αυτοί.

Χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας των εργοδοτών, είναι και το εισόδημα. Μετά την κρίση του 2008 -2010 κυρίως αλλά και σποραδικά παλαιότερα, σε μεγάλο βαθμό οι αποδοχές εργαζόμενων με εξαρτημένη σχέση εργασίας, -μισθωτών του δημοσίου, ιδιωτικών υπαλλήλων, μαστόρων και τεχνιτών, εργατών σε ειδικά επαγγέλματα, είναι μεγαλύτερες από αυτές ελευθεροεπαγγελματιών και μικροεπιχειρηματιών. Μερικές φορές μάλιστα, το εναπομείναν έσοδο στη ταμειακή μηχανή είναι μικρότερο από το μεροκάματο που πληρώθηκε. Μέσα από τις αντιφάσεις που προκύπτουν από αυτή τη πραγματικότητα -με τρόπο προβοκατόρικο θα έλεγα,  αναδεικνύεται εδώ  ως κρίσιμο και το κομμάτι του εσόδου στη ταξική ανάλυση, και όχι αυτή κάθε αυτή η σχέση εκμετάλλευσης. Άλλωστε ποια ταξική αναφορά δεν οφείλει να λαμβάνει υπόψη της και το θέμα του εισοδήματος εκτός από την εργοδοτική σχέση; Αν λοιπόν δούμε ταξικά και ειδικά υπό το πρίσμα του εισοδήματος τον εργοδότη, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα σήμερα, και μάλλον θα λέγαμε ότι κατά κύριο λόγο, αυτοί ανήκουν στα μεσαία και φτωχά στρώματα της κοινωνίας, παρά στα ρετιρέ της ταξικής διαστρωμάτωσης.

Ένα ακόμα κρίσιμο μέγεθος επίσης, είναι η ιδιαιτερότητα της εργασιακής σχέσης σε αυτές τις επιχειρήσεις. Αυτές οι σχέσεις λόγω του μικρού μεγέθους τους είναι και προσωπικές, αν δεν είναι ήδη φιλικές ή οικογενειακές. Και μάλιστα μερικές φορές συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό, που ακόμα και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι όχι μόνο δύσκολα αποκτούν το απρόσωπο κι αλλοτριωτικό στοιχείο που διακατέχει τις αντίστοιχες σχέσεις των μεγάλων επιχειρήσεων με πολυάριθμους εργαζόμενους, αλλά αρκετοί από αυτούς, συμμετέχουν στην εργασία τους ως μισθωτοί με συνεργατική λογική από πεποίθηση. Μάλιστα αυτή  η δεσμευτική σχέση του εργαζόμενου με τη μικρή επιχείρηση, μπορεί να έχει και ασύδοτα εκμεταλλευτικά αποτελέσματα, από την άλλη. Όμως οι δεσμοί είναι σημαντικοί όπως και να έχει. Γιατί οι εργαζόμενοι αυτοί όταν αισθάνονται ασφαλείς και είναι ευχαριστημένοι από τη σχέση εργασίας, έχουν ταυτιστεί με την επιχείρηση στην οποία εργάζονται ως μισθωτοί μέσα στα χρόνια, με όρους σχεσιακούς που συμπυκνώνονται συγχεόμενοι με τους προσωπικούς, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να αισθάνονται κομμάτι της επιχείρησης.

Μιλάμε για ένα ποσοστό 50% του πληθυσμού άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενο και τροφοδοτούμενο μέσα από αυτές τις σχέσεις , στη κατώτερη ταξική κλίμακα. Η μαζικότητα του φαινομένου, δημιουργεί μιαν εικόνα όπου ένα μεγάλο πληθυσμιακό κομμάτι ανθρώπων, ίσως το μεγαλύτερο σε κράτος της ΕΕ, είναι μικροεπιχειρηματίες, επαγγελματίες, που διατηρούν εργοδοτική σχέση ως απαραίτητη προϋπόθεση για να κάμουν τη δουλειά τους. Παραθέτω λοιπόν μερικά παραδείγματα εργοδοτικών σχέσεων, ώστε να καταλάβουμε για ποιους εργοδότες μιλάμε: η εργοδοτική σχέση ιδιώτη γιατρού με την υπάλληλο γραφείου που κλείνει τα ραντεβού. Συνεργεία αυτοκινήτων, ο παλιός μηχανικός άνοιξε ένα συνεργείο με τις οικονομίες του και λόγω φόρτου έχει έναν ή δύο βοηθούς, δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ. Η ταβέρνα, το μπαράκι, το μικρό καφέ στη γειτονιά που άνοιξαν με το εφάπαξ του παππού, έχουν σερβιτόρους, μπαρίστες, διανομέα. Οι αγρότες και οι ψαράδες είναι αδύνατο να βγάλουν μεροκάματο χωρίς βοηθούς. Οι ξυλουργοί επίσης. Οι αλουμινάδες και οι μπογιατζήδες που έχουν τα συνεργεία ανακαινίσεων. Οι κηπουροί. Στο περίπτερο που χρειάζεται τουλάχιστον δύο βάρδιες να βγει το μεροκάματο. Στο μικρό εμπορικό κατάστημα με πωλήτρια με μερική απασχόληση. Είναι πολλά τα επαγγέλματα που απασχολούν εργαζόμενους, ως προϋπόθεση για τον εργοδότη να βγάλει μεροκάματο, με την ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα ενώ πηγαίνουν χειρότερα.

Β. Τι κάνουμε εμείς με όλους αυτούς;

Κι έρχεται εδώ το ερώτημα: αποκλείουμε με όρους αξιακής καθαρότητας αυτούς τους ανθρώπους, κατηγορώντας τους ως εργοδότες; Θέλουμε γιατρούς στην αναρχική ομάδα; Θέλουμε μηχανικούς; Δικηγόρους; Υδραυλικούς; Ξυλουργούς; Φουρναραίους θέλουμε; Ψιλικατζήδες: Περιπτεράδες; Ψαράδες; Αγρότες θέλουμε; Μηχανικούς αυτοκινήτων -συνεργειατζήδες, ρεκτιφιετζήδες, ταβερνιάρηδες και φασονατζήδες;

Αν θέλουμε να φτιάξουμε συλλογικότητες που να είναι ανοιχτές σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, θα πρέπει να μπορέσουμε να κατανοήσουμε ότι όλες αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες δεν είναι μέτοχοι πλούτου. Δεν είναι μέτοχοι κερδών κι ας εσοδεύουν κέρδη και όχι μισθούς. Είναι κατά κύριο λόγο μεροκαματιάρηδες. Και μάλιστα φτωχοποιημένοι ή και φτωχοί. Στη πραγματικότητα είναι ανεξάρτητοι εργαζόμενοι. Εξαρτημένοι από την αναγκαιότητα της επιβίωσης αν όχι από αυτήν της ικανοποιητικής διαβίωσης. Γι αυτό κι ένα μέρος τους,  μπορεί να είναι εν δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο, όταν έρχεται η ώρα της ριζοσπαστικοποίησης. Ιδίως σε συνθήκες νεοφιλελευθερισμού και συγκέντρωσης του πλούτου και αντίστοιχης ραγδαίας φτωχοποίησης, πράγμα που συμβαίνει σήμερα, είναι εξαιρετικά άστοχο κι εκτός πραγματικότητας το να ερμηνεύουμε τη πραγματικότητα με βάση την εργοδοτική ιδιότητα.

Αλλά ακόμα κι αν θελήσουμε να βάλουμε κανόνες σε αυτή την «καθαρότητα», ποιος μένει; Ποιος είναι εκείνος ο σύντροφος που κάνει ελεύθερο επάγγελμα και δεν έχει ποτέ του αναζητήσει να προσλάβει άλλον για βοήθεια; Ποιος είναι εκείνος ο σύντροφος, που δεν έχει πληρώσει έναν υδραυλικό για να του λύσει το πρόβλημα με την αποχέτευση; Γιατί ακόμα και σε αυτή την ίδια την «ελεύθερη συμφωνία» πελάτη -επαγγελματία, ο επαγγελματίας έρχεται να ικανοποιήσει μιαν ανάγκη του πελάτη δεσμευόμενος έναντι αμοιβής και πουλώντας τον ελεύθερο χρόνο του επίσης εξ ανάγκης. Αν είναι έτσι ποιος σύντροφος είναι αμέτοχος, «καθαρός» κι «αμόλυντος», από μια πελατειακή εργοδοτική («δίδω έργο»)–αλλοτριωτική σχέση;  Κανείς. Και φυσικά δε μιλάμε για το κεφάλαιο εκείνο, που κατέρχεται κληρονομικά ως ιδιοκτησία, ως χρήμα, ή ως πληρωμένη επιστημονική τεχνογνωσία, προϊόντα εξαγόμενα ως υπεραξία από την εργασία των γονέων.

Οπότε τι προκύπτει στο τέλος από αυτό το αξιακά «καθαρό» σκεπτικό; Υποκρισία. Γιατί από κάθε άκαμπτο αξιακά «καθαρό» σκεπτικό, προκύπτει μόνο ένα παράγωγο. Το κουκούλωμα, αν όχι η παρέκκλιση. Λογικές μιας καθαρότητας, που δεν έχουν θέση σε ένα κίνημα ελεύθερο και ανθρώπινο. Γιατί αυτές οι λογικές λησμονούν την καθημερινή ανθρώπινη συνθήκη στο όνομα της «αρχής» και των προτύπων της.

Δεν αρνούμαι το αξιακό ούτε τα πρότυπά του. Αντίθετα τα δέχομαι, τα θαυμάζω όταν επιτυγχάνονται και τα πιστεύω. Όμως, το αξιακό είναι «φάρος»  και στόχος,  και όχι προϋπόθεση όταν είμαστε σε μια κοινωνία όπως αυτή που ζούμε. Γι αυτό κι εξακολουθώ να πιστεύω, ότι η αναρχική ομάδα, οφείλει να είναι ανεκτική σε όσους την πλησιάζουν ελκυόμενοι, και να δείχνει το αξίωμα, όχι ως προϋπόθεση στη συμμετοχή, αλλά ως στόχο επιτέλεσής του, μορφώνοντας τους ανθρώπους και όχι απορρίπτοντας τους, ότι κι αν είναι. Αυτό είναι το αξίωμα που θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε το ζήτημα.

Άλλωστε η ομάδα επιτελεί κι επιμορφωτική διαδικασία αφού διαμορφώνει με τα αξιώματά της τα μέλη της στην κατεύθυνση «της επανάστασης μέσα μας». Στην επιμορφωτική λειτουργία που επιτελεί η ομάδα, διαμορφώνεται μια συνθήκη μέσα στην οποία επωάζονται και οι αποφάσεις των μελών της. Σε αυτή τη συνθήκη θα πρέπει να ωριμάσει η ρήξη, που για να επιτελεστεί, απαιτείται να διασφαλιστεί το ελεύθερο πεδίο εκείνο ώστε να φανεί η αυτοβουλία, η ελευθερία, η ωρίμανση, και η ανατροπή της συνείδησης. Η ανατροπή εκείνη, ακόμα και ειδικά, αυτής της εργοδοτικής συνείδησης, στην κατάλληλη στιγμή που κρίνει ο ίδιος ο «εργοδότης» απεκδυόμενος των ιδιοκτησιακών –εκμεταλλευτικών του προνομίων. Η μεγάλη απόφαση, να ανατρέψεις την αλλοτριωτική ιστορία σου. Ν’ αναγεννηθείς απαλλαγμένος από το ρόλο που βρέθηκες, αν όχι που ετάχθης. Η μεγάλη απόφαση της ατομικής ανατροπής, κι απελευθέρωσης. Η ομάδα θα πρέπει να δημιουργεί τη συνθήκη επώασης, αυτής της απόφασης, και όχι να αυτοαποστειρώνεται από τα μικρόβια, με όρους αποκλεισμού από την είσοδο.

Ξέρετε, αυτή η απόφαση δεν είναι μια απλή απόφασή. Αφορά τη ζωή του ιδίου, αλλά και όλης της οικογένειάς του, εφόσον έχει. Δεν είναι εύκολο όταν έχεις μια ταβέρνα κι  8 εργαζόμενους, με την οποία ζεις την 4μελή οικογένειά σου με ένα σταθερό ετήσιο έσοδο, να αποφασίσεις να τη κολλεκτιβοποιήσεις μοιραζόμενος  τα κέρδη. Θα πρέπει να έχεις εξασφαλίσει ότι αυτή η συνεργατική επιχείρηση θα σου εξασφαλίζει το μέρισμα εκείνο που θα ζήσεις την οικογένειά σου και θα μορφώσεις τα παιδιά σου, με τους ίδιους όρους συνεχώς και αδιαλείπτως για όλη σου τη ζωή και μάλιστα χωρίς να θιγεί στο παραμικρό η συνεργατική σχέση, μοιραζόμενος με αρκετούς άλλους όχι μόνο τα κέρδη, αλλά και τις αποφάσεις.  Και όλο αυτό θα πρέπει να επισυμβεί σε μια εποχή και σε μια οικονομία που παράγει περαιτέρω φτωχοποίηση των μικρών και μεσαίων στρωμάτων της ταξικής κλίμακας, και που οι άνθρωποι αδυνατούν να συνδιαλέγονται. Σε μια τέτοια συνθήκη δεν είναι εύκολο να λαμβάνονται τέτοιες αποφάσεις.

Σε αυτή την εξουσιαστική συνθήκη που έτυχε να γεννηθούμε, το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης γι αυτό που είμαστε ανήκει πάντα στην ταξική μας καταγωγή και θέση. Όλοι μας γεννιόμαστε και ενηλικιωνόμαστε σε μια ταξική θέση, με όλα τα χαρακτηριστικά -μορφωτικά, εκπαιδευτικά, περιουσιακά, αλλά και επαγγελματικά, που συνήθως προδιαγράφουν τη μετέπειτα πορεία των ανθρώπων.  Άλλοτε σε προνομιούχα, πλεονεκτική θέση, κι άλλοτε σε μειονεκτική. Σε κάθε περίπτωση η ταξική καταγωγή επικαθορίζει κατά κανόνα και το εργασιακό αντικείμενο. Από την άλλη, η ωρίμανση της επαναστατημένης συνείδησης παίρνει όλον εκείνο το χρόνο μέχρι να επιτελεστεί, αλλά απαιτούνται και όλες εκείνες οι ρηξιακές συνθήκες, ώστε να γίνουν οι συνειδησιακές ανατροπές. Γενικότερα υπάρχουν άνθρωποι που «σύρονται» σε αυτό που κάνουν με ένα μηχανικό σχεδόν νομοτελειακό  τρόπο, ωσάν «ταγμένοι». Οι συνθήκες, ρηξιακές ή επιμορφωτικές, είτε με ταχεία επιτελεστικότητα, είτε με αργή, είναι εκείνες φέρνουν τη συνειδητοποίηση της ανατροπής ως ανάγκης.

Αυτή η επιτέλεση της απόφασης ως ανατροπής είναι μια υπεύθυνη συνειδητή στάση που σηματοδοτεί, αν δεν θεμελιώνει το ολοκλήρωμα ενός επαναστατημένου ανθρώπου. Η ατομική του προσπάθεια ευοδώνεται σε μιαν απόφαση, που σηματοδοτεί τη νίκη της επανάστασης μέσα του. Πρόκειται για την επαναστατημένη συνείδηση που κυριαρχεί επάνω στην αλλοτριωμένη.

Ο χρόνος  που θα ληφθεί αυτή η απόφαση, είναι στην κρίση αυτού που την λαμβάνει, και οπωσδήποτε οφείλει να είναι ανάλογος του χρόνου ωρίμανσης της διαδικασίας της κοινωνικής επανάστασης. Γιατί αν ενώ έχουμε εμείς φτιάξει όλες εκείνες τις δομές, ο «σύντροφος» παραμένει εργοδότης μη εγκαταλείποντας τα εργοδοτικά του προνόμια, τότε ναι δεν δικαιολογείται να βρίσκεται σε καμιά αναρχική ομάδα. Σήμερα όμως που το κίνημα διολισθαίνει όλο και περισσότερο και οι οικονομικές δομές και τα δίκτυά μας είναι ανύπαρκτα, δε μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις αποκλείοντας ανθρώπους χρήσιμους για την πρόοδο του κινήματος. Πόσο μάλλον όταν κι εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε κάνει όλα όσα θα μπορούσαμε ώστε να ωριμάσει ο αγώνας.

Οι ομάδες λοιπόν θα πρέπει δείχνοντας κατανόηση της συνθήκης να είναι ανοιχτές προς όλους, αρκεί να θέλουν να συμμετάσχουν. Να είστε βέβαιοι ότι κανένας εργοδότης «γαλέρας» δε θα τολμούσε να ενταχθεί σε αναρχική ομάδα. Δεν τον συμφέρει άλλωστε. Αλλά κι αν αυτό γίνει, η συλλογικότητα μπορεί να τον αποπέμψει. Καμιά συλλογικότητα δε μπορεί να μετατραπεί σε έρμαιο κανενός. Αντίθετα οφείλουν να είναι και είναι ανεξούσια σχολεία χειραφέτησης.

Με τη λογική του αποκλεισμού λοιπόν, χάνεται η δυνατότητα οι ομάδες να γίνουν πολυσυλλεκτικές και γι αυτό αποτελεσματικές συλλογικότητες, στελεχωμένες από ικανούς δυναμικούς και δημιουργικούς ανθρώπους. Αλλά και κυριότερα, να γίνουν χειραφετητικά σχολεία, που με τη διαπαιδαγωγικότητά τους  αλλά και την ανεκτικότητα, να καλλιεργήσουν την ανατροπή της συνείδησης στο εξεγερμένο υποκείμενο. Γιατί η συνείδηση του καθένα είναι και η πηγή της χειραφέτησής του και όχι η ταξική θέση. Η επαναστατημένη συνείδηση, είτε είσαι προλετάριος, είτε είσαι εργοδότης.

Η αναρχία για εμένα, όσο βίαια εχθρική είναι απέναντι στους δυνάστες και τους εκμεταλλευτές, άλλο τόσο είναι μια ανοιχτή, στοργική και κατανοητική, μεγαλόκαρδη αγκαλιά που χωράει όλα τα παραστρατημένα της παιδιά τόσο, όσο κι αυτά που την υπηρετούν με συνέπεια. Χωράει όλα τα ανθρώπινα όντα, όσο αυτά επαναστατούν. Χωράει τα ανοιχτά μυαλά, και σίγουρα δε χωράει ιδεολογικοποιήσεις προσωπικών απωθημένων. Η αναρχία έχει μόνο ελευθερία και συνειδητή επιλογή, και όχι κανοναρχία. Η αναρχία δε μπορεί να γίνεται έρμαιο σε ανταγωνιστικές λογικές, ούτε αξιακή αφορμή για διακρίσεις κι αποκλεισμούς, -την αρρώστια που διαχέει συστηματικά κι επιτυχημένα μεταξύ των από τα κάτω η εξουσία των νεοφιλελεύθερων αφεντικών. Η αναρχία συνενώνει τους ανθρώπους σε ανεξούσια κοινωνία. Γι αυτό άλλωστε τη λέμε «κοινωνική αναρχία» και όχι ταξική αναρχία. Γι αυτό και την επανάσταση τη λέμε «κοινωνική επανάσταση», όχι «ταξική επανάσταση».  Η αναρχία είναι εχθρός του συστήματος, όχι  των ανθρώπων.

Αυτή είναι η σκοπιά που θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε το ζήτημα ως αναρχικοί. Με μια τέτοια σκοπιά μπορούμε να αγκαλιάσουμε μεγάλες ομάδες ανθρώπων με διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης, από όλα τα κοινωνικά στρώματα, με όλες τις επαγγελματικές ιδιότητες, που με τη διαφορετικότητά τους θα συνεισφέρουν ενσυνείδητα τον γνωστικό αλλά και πολιτισμικό  «πλούτο», και τις υπηρεσίες τους στην υπόθεση του αγώνα για τη κοινωνική επανάσταση. Φτιάχνοντας από τα πριν το πρόπλασμα μιας κοινωνίας ανεξούσιας, πολύχρωμης  αλλά και κυρίως αταξικής, στην ευθεία του αξιώματος της συνέπειας μέσων και σκοπών. Για το λόγο αυτό θα πρέπει όχι μόνο να επανεκκινήσουμε την υπόθεση, αλλά και προτάσσοντας μια νέα, μια δημιουργική αναρχία.

Και νομίζω ότι η αναρχία των αγώνων οφείλει να έχει αυτό το πνεύμα, αν θέλει να γίνει ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα, και να μη μείνει μια σέχτα με αυστηρούς κανόνες που η καθαρότητα επιβάλλει, στη πραγματικότητα ως έκφραση μιας συνθήκης μικρόψυχων λογικών κι απωθημένων.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*